Πέμπτη 31 Μαΐου 2012

Ακροβατείς στο έδαφος

  Εντάξει, δεν ξέρεις τι κάνεις. Δεν μπορείς να κρατήσεις πίσω τις στιγμές, να τις αποτρέψεις απ' το να γίνουν πριν, χθες. Όλα προχωράνε, θα 'ρθουν κι άλλες τέτοιες-και πιο όμορφες-μη φοβάσαι μήπως τελειώσουν, γιατί δεν τελειώνουν. Σταμάτα να φοβάσαι τόσο πολύ για τα πάντα.
  Ωραία, εντάξει, προτιμάς να κρύβεσαι, το καταλαβαίνω. Φοβάσαι γιατί ίσως είσαι εύθραυστη, μην σε αγγίξουν και σπάσεις. Δε θα 'σαι πάντα έτσι, έτσι; Δε θα τα καταφέρνεις μόνη σου πάντα, απλά δεν γίνεται και δεν μπορείς, δε θα αντέξεις και το ξέρεις, έγινε μια φορά, έγινε δύο, θα ξαναγίνει.
  Συνεχώς περπατάς σε ένα αόρατο τεντωμένο σκοινί μα δεν υπάρχει ούτε εκείνο, ούτε ο γκρεμός. Μόνο ο δρόμος υπάρχει και είναι σταθερός και αντέχει. Το βήμα σου όμως πάλι μοιάζει ασταθές. Άνοιξε την καρδιά σου και άφησε τους δαίμονες να δραπετεύσουν και να φύγουν μακριά, να χαθούν, να μην ζουν μέσα σου πια. Και ίσως τότε απελευθερωθείς απ' όλες αυτές τις σκέψεις και αναμνήσεις.
  Μα, καλά, τι περίμενες; Ότι θα σ' έβλεπαν; Πώς να σε δουν με τη μάσκα που φόρεσες; Πώς να σε αγγίξουν με τα αγκάθια που κάρφωσες η ίδια στο δέρμα σου; Πώς να σε ακούσουν όταν φοβάσαι να φωνάξεις;
  Χάνεις συνεχώς τον εαυτό σου. Και το κάνεις επίτηδες, έτσι; Χάνεσαι, αφήνεις τα ιδανικά σου, ξεχνάς να κάνεις βήματα για να πλησιάσεις τα όνειρά σου. Χάνεσαι μα δεν εξαφανίζεσαι ποτέ. Και πάντα όταν βρίσκεις ξανά αυτό που κρύβεις μέσα σου, ανακαλύπτεις όλο και περισσότερα πράγματα για τον εαυτό σου. Ποιος είναι αυτός τελικά; Έχει τόσες πλευρές.. Ούτε εσύ δεν ξέρεις αν είναι αληθινές ή όχι.
  Τέλειωσε η μέρα τώρα, τι κατάλαβες; Τέλειωσε. Σε λίγες ώρες ξημερώνει μια καινούρια που ίσως δεν υπόσχεται και πολλά. Τι έκανες αυτή τη μέρα λοιπόν; Τι κατάφερες; Προσπάθησες έστω και λίγο να τρυπήσεις τη μάσκα σου και να αφήσεις το πραγματικό σου πρόσωπο να γευτεί λίγο τον ήλιο, να αναπνεύσει; Όχι.
  Θα σου πω εγώ τι έκανες σήμερα. Χαμογελούσες ψεύτικα-μιας και σου είναι εύκολο πλέον-και προσπαθούσες να πείσεις τον εαυτό σου πως με αυτόν τον τρόπο θα μάζευες στιγμές που θα γέμιζαν την υπόλοιπη εβδομάδα σου και θα ξεχνιόσουν. Ναι, λες και τα χρωματιστά βραχιόλια και τα κοτσιδάκια θα μπορούσαν να καλύψουν το κενό και να του βάλουν χρώμα.
 
  Είπες μεγάλα λόγια σήμερα, αύριο μείνε σιωπηλή και σκέψου.
 

"Θέλω να χάσω τον εαυτό μου, για να μπορέσω
να τον βρω..
Να γκρεμιστούνε τα όνειρά μου, για να τα
ξανά ονειρευτώ.."

Παρασκευή 25 Μαΐου 2012

Για μια βραδιά που θα ξεχάσω

  Παράξενη η νύχτα απόψε. Μου ξυπνάει περίεργα συναισθήματα. Κάποια από το χθες, όμως με μια γεύση του αύριο. Με πλημμυρίζουν αναμνήσεις που γεύτηκα, μα είναι σαν να μην τις έζησα ποτέ και απλώς τις φαντάζομαι. Ξαφνικά νιώθω πως μεταφέρθηκα σε έναν άλλο κόσμο, σε μια άλλη γειτονιά. 
  Δεν άντεξα μέσα σε εκείνο το δωμάτιο. Ένιωθα να πνίγομαι μέσα στους βαμμένους με παλιές και καινούριες φωτογραφίες τοίχους του. Περίεργο. Βλέπω όλα αυτά τα πρόσωπα σε εκείνες τις φωτογραφίες και οι σκέψεις μου παγώνουν. Βρίσκονται εκεί, κάθε μέρα, στον τοίχο μου και με κοιτάζουν κατάματα. Μα απ' τη ζωή μου κάποια είναι απών και το βλέμμα που μου πρόσφεραν το έριξαν στις πλάτες τους. Οι αναμνήσεις τρέχουν ώρες, μέρες, μήνες, χρόνια πίσω και σταματάνε σε συγκεκριμένες φράσεις-κλειδιά. «Μην ξεχάσεις να μου πεις καληνύχτα, μικρή», «Πρόσεχε το δρόμο, μη σε γοητεύσει», «Η ελευθερία είναι κάτι που πετάει και δε σταματάει να ξαποστάσει ποτέ», «Σ’ αγαπάω», «Η ζωή είναι μια σοκολάτα».
 
Είναι μερικά λόγια που δε θα ξεχάσω ποτέ, που πάντα θα κόβουν βόλτες στο κεφάλι μου-μα κυρίως θα ξενυχτάνε. Κάποια απ’ αυτά με πόνεσαν, κάποια με έσωσαν, κάποια με έμπνευσαν. Θυμάμαι και έναν από εκείνους τους ανθρώπους που υπήρξαν τρελοί, γαλήνιοι και σοφοί, μα θα ξεχαστούν. Εγώ θα σε θυμάμαι, όσο κι αν γέρασες, ακόμη κι αν έφυγες. «Να τρως όλες σου τις καραμέλες, όσες σου δίνουν. Δεν είναι ο κόσμος γεμάτος από εκείνες. Να γεύεσαι την καθεμιά ξεχωριστά και, έπειτα, να τις δοκιμάζεις όλες μαζί. Πρόσεχε, παιδί μου. Πρόσεχε μη μεγαλώσεις». Μην ανησυχείς, παππού. Από αυτό προσπαθώ να φυλαχτώ.
  Είναι όντως παράξενα εκείνα τα λόγια που γυρνάνε εκεί μέσα. Θυμάμαι και τα πρώτα μου βήματα ως ονειροπόλα, τότε που άρχισα να στέκομαι στα πόδια μου και να πατάω σε έναν άλλο κόσμο, σε μια άλλη ζυγαριά, σε μια διαφορετική ουτοπία. Τότε που γνώρισα ένα άλλο χρώμα και μια άλλη μυρωδιά, την αδρεναλίνη. Τότε που ο άνεμος που χτυπούσε στο πρόσωπό μου έμοιαζε διαφορετικός από τις υπόλοιπες μέρες. Τότε που μέσα στο στήθος μου δεν ούρλιαζαν οι παλμοί της, αλλά οι καλπασμοί.
  Όμως, όταν έρχεται η στιγμή που γνωρίζεις εκείνη την ουτοπία, εκείνον τον παράδεισο, πάντα ένα ξαφνικό πέσιμο ακολουθεί. Και, όχι, δεν έπεσα απ’ τη σέλα. Τουλάχιστον όχι εκείνη τη μέρα. «Βάλε περισσότερη δύναμη στα πόδια σου, τράβα τα χαλινάρια απότομα, έλεγξέ την εσύ!» Μα γιατί; Δεν ήθελα να την ελέγξω. Δεν ήθελα να περιορίσω την ορμή της, ήμασταν ένα εκείνη τη στιγμή, ήθελα να νιώθω περισσότερο ελεύθερη. Αν την περιόριζα, πώς θα το ένιωθα; Ότι ένιωθε εκείνη, ένιωθα κι εγώ. Είχε και το όνομά μου. «Δεν σε καταλαβαίνω. Την αφήνεις να σε πηγαίνει όπου θέλει. Πάρε τον έλεγχο! Συνεχίζεις να με απογοητεύεις.» Ναι, είναι αλήθεια. Την άφηνα να με πηγαίνει εκείνη όπου επιθυμούσε. Την ακολουθούσα, αυτό ήθελα, τι δεν καταλάβαινε; Και ποιος έλεγχος; Για ποιον έλεγχο μιλούσε; Δε ζήτησα ποτέ έλεγχο.
  Παράξενη η νύχτα απόψε. Πολλά όνειρα και εφιάλτες ξεθάβονται. Κάποια στιγμή, ένιωσα τους τοίχους του δωματίου μου να κλείνουν προς τα μέσα, να με παγιδεύουν όλο και περισσότερο, να προσπαθούν να με πνίξουν, να ασφυκτιώ. Άνοιξα το παράθυρο, πήρα λίγο αέρα, μα κι αυτό δε βοηθούσε.
  Όμορφη, ήσυχη νύχτα. Από εδώ απ’ το μπαλκόνι του σπιτιού, όλα φαίνονται γαλήνια. Η γειτονιά ολόκληρη κοιμάται, την κοιτάζω και με νανουρίζει η σιωπή της. Τα σπίτια κοιμούνται, κουράστηκαν να στέκονται, πονάνε απ’ το χρόνο. Τα σύρματα δε φυλακίζουν πια τα χωράφια, τα αγκαλιάζουν, δεν υπάρχει μένος πουθενά. Όλα είναι ήσυχα. Μόνο κάτι ψηλοί στύλοι ξενυχτούν για να φωτίσουν το δρόμο για τους τυχόν μεθυσμένους περαστικούς. Λες και δεν ακούνε το φεγγάρι που παλεύει να βρει το νόημα σε εκείνη την αντικατάστασή του. Μα, το φως του είναι πιο ζεστό και είναι για όλους. Δεν ξεχωρίζει κανένα. Λάμπει για όλους.
  Ω, ναι. Παράξενη η νύχτα απόψε. Όλα είναι αθόρυβα. Όλα είναι υπέροχα. Όλα είναι σκιές. Τίποτα δεν ακούγεται. Ησυχία. Μόνο κάτι ονειροπόλοι ουρλιάζουν στο σκοτάδι, πώς και δεν το πρόσεξα αυτό; Γελάνε και κλαίνε. Και γελάνε. Και γελάνε. Και το γέλιο τους με κάνει να θέλω να χορέψω. Υπάρχει κάτι που το νιώθω μέσα μου τόσο έντονα. Χτυπιέται σαν θηρίο που παλεύει να ελευθερωθεί. Καλπασμοί.. καλπασμοί.. καλπασμοί..

Πέμπτη 24 Μαΐου 2012

Ο εαυτός του εαυτού μου

Ξέρεις κάτι, ποτέ μου δε θα σε μάθω. Με μπερδεύεις συνεχώς. Ποια είσαι;

  Θυμάμαι τότε που σε ρώτησαν τι χρώμα έχουν τα μάτια σου, θυμάσαι; Έστρεψες αλλού το βλέμμα σου και αναστέναξες. "Καφέ." τους απάντησες. "Καφέ είναι." Μα κανείς δεν κοίταξε να τα δει. Έπειτα, ένα άλλο ξεχασμένο βραδάκι του καλοκαιριού, εκεί που τα φώτα των δρόμων γίνονταν τα μάτια της πόλης και ο υγρός αέρας άγγιζε ευγενικά τα φύλλα των δέντρων αφήνοντας πάνω τους μικρές σταγόνες υγρασίας,  σε ρώτησε κι εκείνος. "Μα, ακόμη δεν κατάλαβα. Τα μάτια σου, τι χρώμα είναι;" Θυμάσαι τι του είπες; Θυμάσαι;
  Όταν σου μιλούσαν ήσουν πάντα αφηρημένη, μερικές φορές δεν άκουγες καν τι σου έλεγαν. Περπατούσες και ήσουν αποπροσανατολισμένη, μα ποτέ χαμένη. Ποτέ δεν μου είπες πως ονειρευόσουν με τα βλέφαρα ξύπνια και τα χέρια χωμένα στις τσέπες. "Γιατί έτσι χαμένη πάλι;" και το βλέμμα σου συνάντησε το δικό μου. "Δεν είμαι χαμένη. Ο δρόμος χάθηκε γύρω μου" πάντα προτάσεις δίχως νόημα. Ποτέ δεν κατάφερα να σε καταλάβω.
  Οι μέρες περνούσαν τόσο αργά και βασανιστικά. Σε κοιτούσαν όλοι όταν γελούσες, γελούσες πολύ όμορφα, πολύ φωτεινά. Είχες όλη την προσοχή στραμμένη πάνω σου, μέχρι τη στιγμή που ο λαμπερός μαγνήτης  το χαμόγελό σου σκόνταφτε στις σκιασμένες σου σκέψεις και ξεψυχούσε. Τότε, όλα τα βλέμματα έτρεχαν να ξεφύγουν, να φύγουν μακριά σου. Κανένα απ' αυτά δεν έμενε πάνω σου και μετά τη λάμψη. Μα κι εσύ πάντα προτιμούσες να τα διώχνεις..
  Υπήρχαν στιγμές που ήσουν όμορφη, χαριτωμένη, γλυκιά, χαμογελαστή και στιγμές που πενθούσες για τα πάντα γύρω σου, για όλα όσα χάθηκαν κι ας ήταν όλα εκεί. Στιγμές που αγαπούσες τα πάντα, τους ανθρώπους, τις πέτρες, τα χρώματα, τον άνεμο, τα βιβλία. Και στιγμές που μισούσες. Τα ψέματα, τα βλέμματα, τα ψηλά τείχη, τους καθρέφτες, τη βροχή.
  Η βροχή. Συνεχώς μιλούσες για εκείνη, πάντα την ανέφερες. Μα πάντα την κακολογούσες, την σιχαινόσουν, δεν την άντεχες, δεν την αγαπούσες. Μου έδινες την εντύπωση ότι την κατηγορούσες για κάτι. Έτσι έδειχναν οι λέξεις σου, τουλάχιστον. Όμως, κάθε λέξη κρύβει ένα σωρό νοήματα πίσω της, ένα σωρό αμφιλεγόμενα συναισθήματα.
   Αυτό που με μπέρδευε περισσότερο σε εσένα, είναι ο τρόπος που έβλεπες τα πράγματα. Τα έβλεπες όλα από ένα σωρό πλευρές και όλες τόσο διαφορετικές μεταξύ τους. Σαν να μπερδευόσουν και η ίδια με τις σκέψεις και τα λόγια σου. Έμπλεκες συνεχώς τα νήματα μεταξύ τους, εκεί που όλα ήταν ξεκάθαρα. Τελικά ίσως ήσουν και λίγο χαμένη..

- Μα, σου εξήγησα. Δεν είμαι χαμένη. Ο δρόμος χάθηκε γύρω μου.

 
Τώρα που το σκέφτομαι, ίσως έπρεπε κάποιος να κοιτάξει πιο βαθειά μέσα στο βλέμμα και τις νότες της φωνής σου. Γιατί, εφόσον επέμενες πως η βροχή σε θλίβει, 
γιατί πάντα χαμογελούσες στην παρουσία της;


   *Cause, you know, sometimes words have two meanings.
  


Τετάρτη 23 Μαΐου 2012

When angels dance..

  Σε είδα στο δάσος των ευχών, τη νύχτα που τα αστέρια ξεψυχούσαν και αποχωρίζονταν για πάντα τον ουρανό. Δεν περπατούσες, χόρευες με το ρυθμό του ήχου της βροχής πάνω στα πέταλα των λουλουδιών και τις πέτρες. Σαν να παρηγορούσες τα δέντρα, σαν να τους έδινες ελπίδα..
Χιλιάδες αστέρια πέφταν απ' τον ουρανό και κάποια ήταν για 'μένα. Όμως δεν κράτησα κανένα.. Σου χάρισα όλες μου τις ευχές, δικές σου. Πίστεψα τόσο σ' εσένα..
Κάποια στιγμή, καθώς σε χάζευα να μαγεύεις το δάσος των ευχών, το βλέμμα σου έπεσε πάνω μου.. Με κοίταξες, σταμάτησες τον ονειρικό σου χορό και το δάσος πάλι ξεψύχησε.  
Και εκεί, κάτω απ'την βροχή των αστεριών, με δάκρυα στα μάτια σου, με ρώτησες.. "Και τα αστέρια; Τα αστέρια φοβούνται τη βροχή; Κάνουν ευχές τα αστέρια όταν λυγίζουν;"
Τι να σου έλεγα; Δεν ήθελα να λαβώσω την αθώα ψυχούλα σου, δεν σου άξιζε αυτό. Κοίταξα για τελευταία φορά τα χρυσόλευκα φτερά σου και έφυγα τρέχοντας.. Όμως μετά θυμήθηκα το χαμόγελό σου.. εκείνο το χαμόγελο που, δίπλα στον ήλιο και στο φεγγάρι, ξεχώριζε. Γύρισα πίσω να σου πω πως και τα αστέρια φοβούνται τη βροχή, πως και τα αστέρια κάνουν ευχές, αλλά τότε κατάλαβα. Δεν υπήρξες ποτέ..
Νομίζω πως, εκείνη τη νύχτα, σε μίσησα όσο σε αγάπησα. Όμως δεν κατάλαβα ποτέ.. τις λέξεις που έγραφες στον αέρα με τις κινήσεις της μορφής σου, με το χορό σου. Αυτές οι λέξεις σκορπίστηκαν στο δάσος των ευχών και έγιναν και οι ίδιες ευχές. Μα αν ενωθούν ίσως γεννηθούν όνειρα.. Υπήρξες.

Δευτέρα 21 Μαΐου 2012

Εκείνη η βόλτα που μου υποσχέθηκα

  Λοιπόν, ναι ρε, έτσι γούσταρα να παρατήσω για λίγο το διάβασμα και να βγω λίγο έξω απ' το σπίτι να με δει ο ήλιος, να τον δω κι εγώ. Ντύθηκα, έπιασα τα μαλλιά μου ψηλά, έβαλα τα αθλητικά μου παπούτσια και την έκανα για να ξεσκάσω λίγο. Ούτε κινητό πήρα, ούτε λεφτά, ούτε το σκύλο μου. Ήθελα να είμαι τελείως μόνη και να ξεφύγω απ' όλα, να νιώσω ελάχιστα ψευτοελέυθερη, τάχα.
  Μιλούσα με την αγαπημένη Δώρα νωρίτερα και μας την είχε δώσει το όλο θέμα με τη ζωή και όλα αυτά τα "γιατί" και τα "πώς" που τη συνοδεύουν. Της είπα πως θέλω να προσπαθήσω να είμαι όσο πιο ελεύθερη γίνεται μέσα μου και να κάνω γενικά ότι γουστάρω και είναι καλό για 'μένα και τους υπόλοιπους. Της ζήτησα να το προσπαθήσει κι εκείνη, να το προσπαθήσουμε μαζί. Επίσης, μου είπε "Η ζωή είναι μια σοκολάτα που στην προσφέρουν και εσύ αντί να την απολαύσεις κάθεσαι και αναρωτιέσαι ποιος την έφτιαξε και πώς και γιατί. ΦΑ' ΤΗΝ!" Μου άρεσε τόσο που το έγραψα σε ένα χαρτάκι και το κόλλησα στην εξώπορτα για να το δει η μητέρα μου. Είχα γράψει και ένα "Μην ανησυχείς, πάω να φιλοσοφήσω. Θα γυρίσω νωρίς, διάβασα."
  Όπως έβγαινα απ' το σπίτι, λοιπόν, είχα σκεφτεί να πάρω το ποδήλατό μου που είχε σκουριάσει τόσο καιρό μέσα. Όμως, για καλή ή κακή μου τύχη, τα λάστιχα ήταν ξεφουσκωμένα και ήταν αρκετά σκονισμένο. Γέλασα, μου φάνηκε αστείο. Έτσι, ανέβηκα στα μαγικά μου σανδάλια και είπα να πεταχτώ μέχρι το πάρκο της παραπάνω γειτονιάς.
  Στο δρόμο, με ακολούθησε η λατρεμένη μου Αγάπη, το πιο όμορφο και ευγενικό αδέσποτο σκυλάκι που έχω γνωρίσει ποτέ μου. Ναι, την έχω γνωρίσει καλά και με ξέρει κι αυτή. Μοιάζει πολύ φοβισμένη, είναι διστακτική και επιφυλακτική συνεχώς. Δεν με πλησιάζει αν δεν την φωνάξω και σκύβει συνεχώς το κεφαλάκι της όταν πάω να τη χαϊδέψω. Δεν με φοβάται, ξέρει ότι δεν θα της έκανα ποτέ τίποτα. Απλώς, έτσι, κάποιος θα της έμαθε να είναι φοβισμένη. Είναι όμως πολύ ευγενική και καλομαθημένη. Όταν της δίνω κάτι να φάει, το πιάνει με τα δόντια της απαλά, με κοιτάζει σαν να μου λέει "ευχαριστώ" και έπειτα φεύγει, πηγαίνει πιο πέρα ώστε να μην την βλέπω, κάθεται και το τρώει. Μόλις τελειώσει πάλι, ξαναέρχεται και παίζουμε με ένα πορτοκάλι-το προτιμάει απ' τα μπαλάκια και τα πλαστικά παιχνίδια, προτιμάει να παίζει με κάτι γευστικό. Της ζήτησα να με ακολουθήσει και να με συνοδεύσει στη βόλτα μου, αλλά έχει βρει την παρέα της κι εκείνη, την Άλμα, τον Ιγνάτιο, τον Καίσαρα και τη Λούση και περνάνε μαζί τα απογεύματα.
  Έτσι, ξεκίνησα μόνη μου εκείνη τη βόλτα-μου άρεσε η ιδέα. Θα μπορούσα να φιλοσοφήσω με την ησυχία μου και να σκέφτομαι δυνατά περνώντας μέσα απ' τα χωράφια της γειτονιάς και ταράζοντας όλα τα ζωύφια που ζούσαν και άραζαν σε εκείνα. Αρχικά σκεφτόμουν τους φίλους μου και όλες τις τρέλες που έχουμε κάνει μαζί. Σκεφτόμουν πως είναι όλοι τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους, κανείς δε μοιάζει με κανένα. Κι όμως είναι όλοι τόσο ξεχωριστοί γενικά και τόσο σημαντικοί για 'μένα. Ο καθένας φαίνεται να τραβάει το δρόμο του ξεχωριστά απ' τον άλλο, κι όμως περπατάμε όλοι μαζί χέρι χέρι. Τους σκέφτομαι συχνά και, όταν τους σκέφτομαι, σκέφτομαι χρώματα, πολλά χρώματα, φωτεινά και έντονα. Με έκαναν κι εμένα χρωματιστή, πολύχρωμη.
  Έπειτα, άρχισα να φαντάζομαι πώς θα είναι το φετινό μου καλοκαίρι. Θέλω να είναι γεμάτο τρέλες και πολύ γέλιο. Θέλω να μου μείνει αξέχαστο. Θέλω να κάνω ιππασία, να πάω μερικές μέρες στο χωριό μόνη μου με τη γιαγιά και να βοηθάω τον κύριο Μιχάλη στους στάβλους με τα άλογα και τα υπόλοιπα ζώα. Θέλω να ιππεύσω τον Σκοτεινό που δεν με έχει συμπαθήσει ιδιαίτερα, αλλά θα με λατρέψει. Να μάθουμε ο ένας στον άλλο πως αυτός ο δεσμός που ξυπνάει ανάμεσα σε έναν άνθρωπο και ένα ζώο-ειδικά ένα άλογο-είναι κάτι σαν την απόλυτη ένωση, την απόλυτη ελευθερία για εκείνα τα δευτερόλεπτα που η σέλα, τα χαλινάρια και τα πέταλα μοιάζουν να έχουν χαθεί. Ελπίζω να με αφήσει να τον αγγίξω αυτή τη φορά και να μην γυρίσω πάλι σπίτι με πληγές στα πόδια μου!
  Σκεφτόμουν πως δεν με νοιάζει αν αυτό το καλοκαίρι θα γνωρίσω κι άλλους ανθρώπους, όχι τόσο όσο με νοιάζει να έρθω πιο κοντά και να γνωρίσω καλύτερα τους δικούς μου. Γενικά, θέλω αυτό το καλοκαίρι να με φέρει ένα βήμα πιο κοντά στα όνειρά μου, μπορεί και δύο. Έτσι θα γίνει.
  Μετά από πολύ σκέψη και περισυλλογή, έφτασα στο πάρκο. Ήταν γεμάτο μικρά παιδιά. Έκατσα στο τειχάκι και τα παρακολουθούσα να παίζουν, να γελάνε και να τρέχουν πάνω κάτω. Είναι μικρά. Δεν ξέρουν τι σημαίνει ελευθερία, μα δεν ξέρουν τι σημαίνει και φυλακή. Κι όμως, νιώθουν ελεύθερα, χωρίς να το ελέγχουν. Αυτό είναι το θέμα, εκείνα νιώθουν ελεύθερα μέσα τους χωρίς να έχουν ανάγκη από κάποιον να τους πει ότι είναι ελεύθερα. Είναι ελεύθερα γιατί νιώθουν ελεύθερα. Είναι και χαρούμενα, ίσως ευτυχισμένα. Μα, όσο μεγαλώνεις γίνεται όλο και πιο δύσκολο το να είσαι ελεύθερος, πόσο μάλλον το να νιώθεις. Γιατί;
  Έπειτα σκεφτόμουν εκείνο το χαμηλό τειχάκι στο οποίο καθόμουν και χώριζε το πάρκο απ' το δρόμο. Δηλαδή τι; Μόνο μέσα απ' το τειχάκι θα μπορούσαν να παίξουν; Μόνο μακριά απ' το δρόμο και τα υπόλοιπα χωράφια εκεί κοντά θα μπορούσαν να τρέξουν και να γελάσουν; Μόνο στα πάρκα θα μπορούσαν να είναι ευτυχισμένα και ελεύθερα; Μα, αυτό είναι μια φυλακή από μόνο του. Έτσι πάει; Στα πάρκα τα παιδιά είναι ελεύθερα και στους δρόμους όχι; Γιατί να υπάρχουν πάρκα και δρόμοι; Γιατί να μην είναι όλος ο κόσμος ένα μεγάλο πάρκο;
  Πάντως εκείνος ο δρόμος εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή ήταν όντως μια φυλακή. Μια φυλακή με αυτοκίνητα που κουβαλούσαν βαριές ψυχές μέσα τους, χαμένες. Μια φυλακή που σε οδηγούσε κάπου, μια φυλακή στην οποία βρίσκεσαι με μια υποχρέωση, με μια εκκρεμότητα. Να πας το παιδί στο σχολείο, να πας στο σουπερμάρκετ, να προλάβεις το αεροπλάνο σου. Μια φυλακή με κάγκελα που ο στόχος σου δεν ήταν ποτέ να τα σπάσεις.
  Φεύγοντας απ' το πάρκο, πέρασα μπροστά απ' το σχολείο μου. Θα το κοιτούσα, θα το παρατηρούσα. Και το χρώμα του και την πνοή του και όλα. Όμως, κάτι άλλο μου τράβηξε την προσοχή. Ένα μικρό πλαστικό άδειο μπουκάλι, δίπλα από τον κάδο των σκουπιδιών. Όχι ότι είχε καμία σημασία αυτό που έκανα, όχι ότι θα γίνω ήρωας και όλοι θα είναι περήφανοι για μένα. Όχι ότι έσωσα τον κόσμο με αυτή την κίνηση, αλλά το έπιασα και το πέταξα μέσα στον κάδο. Με ανακούφισε. Έμοιαζε πιο όμορφη η γειτονιά εκείνη τη στιγμή.
  Η επόμενη στάση ήταν εκείνη που με προβλημάτισε περισσότερο σε αυτή τη βόλτα, ίσως να με πόνεσε και λίγο. Στην πίσω μεριά του κομμωτηρίου της παρακάτω γειτονιάς, υπάρχει μια μικρή αυλή, σε πιο ψηλό επίπεδο από το δρόμο. Εκεί, ζει ένα σκυλάκι, ένα αρσενικό μπόξερ, εδώ και κάνα χρόνο. "Ζει". Ζει πεθαίνοντας, έπρεπε να πω. Από τότε που το έφεραν εκεί, κάθε φορά που περνάω το χαϊδεύω και του μιλάω ή του δίνω κάτι να φάει. Μα δε χρειάζεται φαϊ, αγάπη χρειάζεται και φροντίδα. Ένα χρόνο ζει εκεί. Ένα χρόνο δεμένος, ένα χρόνο φυλακισμένος, ένα χρόνο μόνο φαγητό και ύπνος. Ούτε μπάνιο δεν του κάνουν, ούτε μια βόλτα με το λουρί, έστω. Γιατί ζει αυτό το σκυλί; Γιατί να ζει; Ίσως ψάχνει ένα λόγο κι εκείνο..
  Κάθε φορά που περνούσα το σκεφτόμουν. Κάθε φορά. Σήμερα είναι μια ξεχωριστή μέρα, δεν ξέρω γιατί. Οπότε το έκανα. Ακούμπησα το χέρι μου στο κολάρο του και του έβγαλα την αλυσίδα, του έδωσα την ευκαιρία να ζήσει ελεύθερος, αδέσποτος, να τρέξει, να μυρίσει κι άλλες ουρές, να κυλιστεί και σε άλλες αυλές, να δει επιτέλους τον ουρανό που-είμαι σίγουρη- λίγες φορές θα είχε δει. Κι ας μην άντεχε. Κι ας μην είχε τη δύναμη να επιβιώσει εκεί έξω. Κι ας σκοτωνόταν την επόμενη μέρα. Θα είχε ζήσει έστω και μια μέρα ελεύθερος.
  Τότε, κατάλαβα πως εκείνη η βόλτα είχε πολλά να μου διδάξει. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα πως αυτή η βόλτα, ήταν η βόλτα που είχα εγώ η ίδια υποσχεθεί στον εαυτό μου πως θα πήγαινα. Αυτή η απλή βόλτα χωρίς προορισμό, αυτή η βόλτα χωρίς έννοιες, χωρίς υποχρεώσεις και εκκρεμότητες. Ο σκύλος δεν έφυγε ποτέ. Ακόμη και τώρα που κάθομαι μπροστά απ' τον υπολογιστή μου και η βόλτα μου έχει τελειώσει, ο σκύλος ακόμη δεν φοράει την αλυσίδα του. Κι όμως, δεν έκανε βήμα. Δεν περπάτησε, δεν έτρεξε, δεν κούνησε καν την ουρά του. Είμαι σίγουρη πως ακόμη και τώρα που είναι λυμένος, δε θα 'χει φύγει.
  Αυτό είναι, λοιπόν. Αυτό έμαθα σήμερα. Δεν είναι οι αλυσίδες και τα κάγκελα εκείνα που μας κρατούν φυλακισμένους. Δεν είναι τα τειχάκια στα πάρκα και οι τσιμεντένιοι δρόμοι εκείνα που μας στερούν την ελευθερία μας. Αλλά ο φόβος, συνήθεια, η ρουτίνα, η υποταγή, εμείς οι ίδιοι.
  Όταν γύρισα σπίτι ήμουν κουρασμένη. Ίσως όχι απ' το περπάτημα. Η μητέρα μου δεν είχε επιστρέψει και δεν είχε διαβάσει το σημείωμά μου. Όμως κάποιος άλλος το είχε δει. Και μου είχε γράψει με κόκκινα γράμματα "Μην την φας ακόμα! Μύρισέ την. Μπορεί να είναι σκουληκιασμένη ή να έχει λήξει η ημερομηνία παραγωγής της. Ν*"


*Η Δώρα είναι πανέμορφη. (Στο είχα υποσχεθεί. Αλλά και να μην το έγραφα το εννοώ. Και όταν κάποιος σε κοιτάει στα μάτια είσαι ακόμη πιο όμορφη!)
  

Κυριακή 6 Μαΐου 2012

Rejection

- Θες να πάμε μια βόλτα; Μαζί, οι δυο μας.
- Και γιατί;
- Γιατί έχουμε καιρό να τα πούμε..
- Κάθε μέρα βλεπόμαστε.
- Ούτε καλημέρα δε λέμε πια. Τι κάνεις;
- Δεν έχω χρόνο.
- Ούτε για 'μένα; Λίγο μόνο..
- Δεν βλέπεις πώς είναι τα πράγματα;
- Μα, αυτά πάνε κι έρχονται. Εμείς μένουμε.
- Αυτά με απασχολούν εμένα τώρα.
- Δεν θες να γνωριστούμε;
- Γνωριζόμαστε.
- Ξανά. Απ' την αρχή.
- Εγώ πατάω στην πραγματικότητα.
- Και ποια είναι αυτή;
- Κάποια που ήρθε ο καιρός να γνωρίσεις κι εσύ.
- Μα, δεν θέλω. Με τρομάζει. Με τρομάζει και η άλλη.
- Ποια άλλη;
- Η πραγματικότητα. Η άλλη.
- Ποια;
- Αυτή που ζει ανάμεσα σε εμάς τις δύο.
- Κατέβα απ' το συννεφάκι σου.
- Εντάξει. Εσύ;
- Εγώ τί;
- Θα ανέβεις λίγο; Θα κατέβουμε μαζί.
- Ανοησίες. Πήγαινε να διαβάσεις.
- Πιο μετά.
- Τώρα.
- Τώρα έχει ήλιο. Όταν βραδιάσει θα πάω.
- Τώρα, είπα.
- Μα, σου είπα, έχει ήλιο.
- Με κούρασες, κάνε ότι θες.
- Αυτό θα κάνω. Άλλωστε, δεν έχω ανάγκη κανένα. Σε χρειάζομαι.


*And that day the asphalt flower lost another petal and became weaker. She could barely see the light of the sun. She was heavily broken and she didn't know what to do. And she was afraid again.

Και περάσαν οι μέρες..

..Και εκείνη ήταν πάλι χαμένη.

  Μα, πάντα μπερδεμένη ήταν άλλωστε. Από τότε που θυμάται τον εαυτό της ήταν μπερδεμένη. Μπερδεμένη με τον εαυτό της, μπερδεμένη με εκείνον τον παλιό φίλο που ήξερε πως δεν θα συναντούσε ποτέ ξανά σε αυτόν τον κόσμο, μπερδεμένη με αυτούς τους δύο που πάλευε τόσο να τους αλλάξει μέσα στο κεφάλι της και να τους ονειρευτεί όπως εκείνη θα ήθελε να ήταν πλασμένοι, να την καταλάβαιναν, να την ένιωθαν, να την ήξεραν, να την συμβούλευαν, να την τιμωρούσαν πού και πού, να τους θαύμαζε.
  Πολλές φορές ήταν μπερδεμένη και με εκείνη την αδελφή ψυχή που είχε πλέον χαθεί, είχε αλλάξει κι αυτός, είχε γίνει άλλος. Το πρόσωπό του δεν ήταν το ίδιο πια, η φωνή του είχε αλλάξει, είχε γίνει πιο βραχνή, ο τρόπος που ντυνόταν και που έφτιαχνε τα μαλλιά του ήταν διαφορετικός. Το άρωμά του, το κούρεμά του, οι λέξεις που έβγαιναν απ' το στόμα του, οι απόψεις του, τα όνειρά του, τα ιδανικά του, οι σκέψεις του είχαν αλλάξει, ακόμη και τα συναισθήματά του για εκείνη και όλους τους υπόλοιπους πρώην φίλους του, μέχρι και το χρώμα των ματιών του.
  Δεν ήταν ο ίδιος. Δεν ήταν εκείνος ο φίλος στον οποίο έτρεχε κάθε φορά που τα μάτια της δεν έλεγαν να στεγνώσουν. Δεν ήταν πια και το ήξερε. Και της έλειπε. Και ακόμα της λείπει, το ξέρει κι εκείνος αλλά δεν τον νοιάζει πια. "Κάνω μια νέα αρχή και στη νέα μου ζωή δεν είσαι μέσα, λυπάμαι." Μη λυπάσαι, καλά θα είμαι, να είσαι κι εσύ, πάντα.
  Δεν είναι μόνο αυτοί οι λόγοι που ήταν πάλι μπερδεμένη και χαμένη. Είχε ξεχάσει πώς ακούγεται το γέλιο της, το πραγματικό της γέλιο. Δεν ήξερε αν εκείνος ο ήχος έβγαινε από μέσα της-αν και πάντα ξεγελούσε τους υπόλοιπους με αυτό, ήταν η άμυνά της, μια επιφάνεια στην οποία είχε αρχίσει να ενσωματώνεται και αυτό το μισούσε.
  Ένιωθε πως αν φανερωνόταν ίσως όλοι εκείνοι που τώρα την αγαπούσαν, να απομακρύνονταν, να έφευγαν όπως οι προηγούμενοι, όπως όλοι, όπως θα έκανε ίσως κι εκείνη. Μα, δεν θα το άντεχε αυτό με τίποτα. Εκείνα τα άτομα ήταν ότι σημαντικότερο είχε στη ζωή της εκείνη τη στιγμή. Αυτές οι πολύχρωμες ψυχές που τους αποκαλούσε φίλους της και ομορφαίναν τις κενές μέρες της.
  Μπερδεμένη ήταν και με εκείνον. Δεν ήξερε τι ένιωθε γι αυτόν, μπορεί να μην ήταν τίποτα. Αλλά σίγουρα κάτι ζητούσε, απλά δεν είχε βρει τι ακριβώς ήταν αυτό. Πάντως, εκείνη τη βραδιά ήξερε τι ζητούσε. Ήθελε έστω για μια στιγμή το βλέμμα του να πέσει πάνω της και να τρυπήσει τη μάσκα που την πίεζε τόσο πολύ, να γευόταν για λίγο την αρμύρα από τον δικό της βυθό. Κι ας άφηνε τα κύματα να τον τραβήξουν στην επιφάνεια και να τον σύρουν στην ακτή την επόμενη στιγμή..
  Μόνο για μια στιγμή.. Αλλά ποιος θα της έλεγε πως δεν θα ερχόταν η μέρα που εκείνη θα ζητούσε κι άλλη μια τέτοια στιγμή; Κι άλλη.. κι άλλη.. κι άλλη.. Ίσως τελικά μέσα σε εκείνη τη βραδιά εκείνη να ζητούσε από εκείνον να την ερωτευτεί, για λίγο, μόνο για λίγο. Ίσως τελικά να προσπαθούσε να μην τον ερωτευτεί εκείνη. Μα κι αν δεν τα καταφέρει;;


And so, the rose had now the scent of him. And she couldn't think clearly.