Παράξενη η νύχτα
απόψε. Μου ξυπνάει περίεργα συναισθήματα. Κάποια από το χθες, όμως με μια γεύση
του αύριο. Με πλημμυρίζουν αναμνήσεις
που γεύτηκα, μα είναι σαν να μην τις έζησα ποτέ και απλώς τις φαντάζομαι.
Ξαφνικά νιώθω πως μεταφέρθηκα σε έναν άλλο κόσμο, σε μια άλλη γειτονιά.
Δεν άντεξα μέσα σε εκείνο το δωμάτιο.
Ένιωθα να πνίγομαι μέσα στους βαμμένους με παλιές και καινούριες φωτογραφίες
τοίχους του. Περίεργο. Βλέπω όλα αυτά τα πρόσωπα σε εκείνες τις φωτογραφίες και
οι σκέψεις μου παγώνουν. Βρίσκονται εκεί, κάθε μέρα, στον τοίχο μου και με κοιτάζουν κατάματα. Μα απ' τη ζωή μου κάποια είναι απών και το βλέμμα που μου πρόσφεραν το έριξαν στις πλάτες τους. Οι αναμνήσεις τρέχουν ώρες, μέρες, μήνες, χρόνια πίσω
και σταματάνε σε συγκεκριμένες φράσεις-κλειδιά. «Μην ξεχάσεις να μου πεις καληνύχτα, μικρή», «Πρόσεχε το δρόμο, μη σε
γοητεύσει», «Η ελευθερία είναι κάτι που πετάει και δε σταματάει να ξαποστάσει
ποτέ», «Σ’ αγαπάω», «Η ζωή είναι μια σοκολάτα».
Είναι μερικά λόγια που δε θα ξεχάσω ποτέ, που πάντα θα κόβουν βόλτες στο κεφάλι μου-μα κυρίως θα ξενυχτάνε. Κάποια απ’ αυτά με πόνεσαν, κάποια με έσωσαν, κάποια με έμπνευσαν. Θυμάμαι και έναν από εκείνους τους ανθρώπους που υπήρξαν τρελοί, γαλήνιοι και σοφοί, μα θα ξεχαστούν. Εγώ θα σε θυμάμαι, όσο κι αν γέρασες, ακόμη κι αν έφυγες. «Να τρως όλες σου τις καραμέλες, όσες σου δίνουν. Δεν είναι ο κόσμος γεμάτος από εκείνες. Να γεύεσαι την καθεμιά ξεχωριστά και, έπειτα, να τις δοκιμάζεις όλες μαζί. Πρόσεχε, παιδί μου. Πρόσεχε μη μεγαλώσεις». Μην ανησυχείς, παππού. Από αυτό προσπαθώ να φυλαχτώ.
Είναι όντως παράξενα εκείνα τα λόγια που γυρνάνε εκεί μέσα. Θυμάμαι και τα πρώτα μου βήματα ως ονειροπόλα, τότε που άρχισα να στέκομαι στα πόδια μου και να πατάω σε έναν άλλο κόσμο, σε μια άλλη ζυγαριά, σε μια διαφορετική ουτοπία. Τότε που γνώρισα ένα άλλο χρώμα και μια άλλη μυρωδιά, την αδρεναλίνη. Τότε που ο άνεμος που χτυπούσε στο πρόσωπό μου έμοιαζε διαφορετικός από τις υπόλοιπες μέρες. Τότε που μέσα στο στήθος μου δεν ούρλιαζαν οι παλμοί της, αλλά οι καλπασμοί.
Όμως, όταν έρχεται η στιγμή που γνωρίζεις εκείνη την ουτοπία, εκείνον τον παράδεισο, πάντα ένα ξαφνικό πέσιμο ακολουθεί. Και, όχι, δεν έπεσα απ’ τη σέλα. Τουλάχιστον όχι εκείνη τη μέρα. «Βάλε περισσότερη δύναμη στα πόδια σου, τράβα τα χαλινάρια απότομα, έλεγξέ την εσύ!» Μα γιατί; Δεν ήθελα να την ελέγξω. Δεν ήθελα να περιορίσω την ορμή της, ήμασταν ένα εκείνη τη στιγμή, ήθελα να νιώθω περισσότερο ελεύθερη. Αν την περιόριζα, πώς θα το ένιωθα; Ότι ένιωθε εκείνη, ένιωθα κι εγώ. Είχε και το όνομά μου. «Δεν σε καταλαβαίνω. Την αφήνεις να σε πηγαίνει όπου θέλει. Πάρε τον έλεγχο! Συνεχίζεις να με απογοητεύεις.» Ναι, είναι αλήθεια. Την άφηνα να με πηγαίνει εκείνη όπου επιθυμούσε. Την ακολουθούσα, αυτό ήθελα, τι δεν καταλάβαινε; Και ποιος έλεγχος; Για ποιον έλεγχο μιλούσε; Δε ζήτησα ποτέ έλεγχο.
Παράξενη η νύχτα απόψε. Πολλά όνειρα και εφιάλτες ξεθάβονται. Κάποια στιγμή, ένιωσα τους τοίχους του δωματίου μου να κλείνουν προς τα μέσα, να με παγιδεύουν όλο και περισσότερο, να προσπαθούν να με πνίξουν, να ασφυκτιώ. Άνοιξα το παράθυρο, πήρα λίγο αέρα, μα κι αυτό δε βοηθούσε.
Όμορφη, ήσυχη νύχτα. Από εδώ απ’ το μπαλκόνι του σπιτιού, όλα φαίνονται γαλήνια. Η γειτονιά ολόκληρη κοιμάται, την κοιτάζω και με νανουρίζει η σιωπή της. Τα σπίτια κοιμούνται, κουράστηκαν να στέκονται, πονάνε απ’ το χρόνο. Τα σύρματα δε φυλακίζουν πια τα χωράφια, τα αγκαλιάζουν, δεν υπάρχει μένος πουθενά. Όλα είναι ήσυχα. Μόνο κάτι ψηλοί στύλοι ξενυχτούν για να φωτίσουν το δρόμο για τους τυχόν μεθυσμένους περαστικούς. Λες και δεν ακούνε το φεγγάρι που παλεύει να βρει το νόημα σε εκείνη την αντικατάστασή του. Μα, το φως του είναι πιο ζεστό και είναι για όλους. Δεν ξεχωρίζει κανένα. Λάμπει για όλους.
Ω, ναι. Παράξενη η νύχτα απόψε. Όλα είναι αθόρυβα. Όλα είναι υπέροχα. Όλα είναι σκιές. Τίποτα δεν ακούγεται. Ησυχία. Μόνο κάτι ονειροπόλοι ουρλιάζουν στο σκοτάδι, πώς και δεν το πρόσεξα αυτό; Γελάνε και κλαίνε. Και γελάνε. Και γελάνε. Και το γέλιο τους με κάνει να θέλω να χορέψω. Υπάρχει κάτι που το νιώθω μέσα μου τόσο έντονα. Χτυπιέται σαν θηρίο που παλεύει να ελευθερωθεί. Καλπασμοί.. καλπασμοί.. καλπασμοί..
Είναι μερικά λόγια που δε θα ξεχάσω ποτέ, που πάντα θα κόβουν βόλτες στο κεφάλι μου-μα κυρίως θα ξενυχτάνε. Κάποια απ’ αυτά με πόνεσαν, κάποια με έσωσαν, κάποια με έμπνευσαν. Θυμάμαι και έναν από εκείνους τους ανθρώπους που υπήρξαν τρελοί, γαλήνιοι και σοφοί, μα θα ξεχαστούν. Εγώ θα σε θυμάμαι, όσο κι αν γέρασες, ακόμη κι αν έφυγες. «Να τρως όλες σου τις καραμέλες, όσες σου δίνουν. Δεν είναι ο κόσμος γεμάτος από εκείνες. Να γεύεσαι την καθεμιά ξεχωριστά και, έπειτα, να τις δοκιμάζεις όλες μαζί. Πρόσεχε, παιδί μου. Πρόσεχε μη μεγαλώσεις». Μην ανησυχείς, παππού. Από αυτό προσπαθώ να φυλαχτώ.
Είναι όντως παράξενα εκείνα τα λόγια που γυρνάνε εκεί μέσα. Θυμάμαι και τα πρώτα μου βήματα ως ονειροπόλα, τότε που άρχισα να στέκομαι στα πόδια μου και να πατάω σε έναν άλλο κόσμο, σε μια άλλη ζυγαριά, σε μια διαφορετική ουτοπία. Τότε που γνώρισα ένα άλλο χρώμα και μια άλλη μυρωδιά, την αδρεναλίνη. Τότε που ο άνεμος που χτυπούσε στο πρόσωπό μου έμοιαζε διαφορετικός από τις υπόλοιπες μέρες. Τότε που μέσα στο στήθος μου δεν ούρλιαζαν οι παλμοί της, αλλά οι καλπασμοί.
Όμως, όταν έρχεται η στιγμή που γνωρίζεις εκείνη την ουτοπία, εκείνον τον παράδεισο, πάντα ένα ξαφνικό πέσιμο ακολουθεί. Και, όχι, δεν έπεσα απ’ τη σέλα. Τουλάχιστον όχι εκείνη τη μέρα. «Βάλε περισσότερη δύναμη στα πόδια σου, τράβα τα χαλινάρια απότομα, έλεγξέ την εσύ!» Μα γιατί; Δεν ήθελα να την ελέγξω. Δεν ήθελα να περιορίσω την ορμή της, ήμασταν ένα εκείνη τη στιγμή, ήθελα να νιώθω περισσότερο ελεύθερη. Αν την περιόριζα, πώς θα το ένιωθα; Ότι ένιωθε εκείνη, ένιωθα κι εγώ. Είχε και το όνομά μου. «Δεν σε καταλαβαίνω. Την αφήνεις να σε πηγαίνει όπου θέλει. Πάρε τον έλεγχο! Συνεχίζεις να με απογοητεύεις.» Ναι, είναι αλήθεια. Την άφηνα να με πηγαίνει εκείνη όπου επιθυμούσε. Την ακολουθούσα, αυτό ήθελα, τι δεν καταλάβαινε; Και ποιος έλεγχος; Για ποιον έλεγχο μιλούσε; Δε ζήτησα ποτέ έλεγχο.
Παράξενη η νύχτα απόψε. Πολλά όνειρα και εφιάλτες ξεθάβονται. Κάποια στιγμή, ένιωσα τους τοίχους του δωματίου μου να κλείνουν προς τα μέσα, να με παγιδεύουν όλο και περισσότερο, να προσπαθούν να με πνίξουν, να ασφυκτιώ. Άνοιξα το παράθυρο, πήρα λίγο αέρα, μα κι αυτό δε βοηθούσε.
Όμορφη, ήσυχη νύχτα. Από εδώ απ’ το μπαλκόνι του σπιτιού, όλα φαίνονται γαλήνια. Η γειτονιά ολόκληρη κοιμάται, την κοιτάζω και με νανουρίζει η σιωπή της. Τα σπίτια κοιμούνται, κουράστηκαν να στέκονται, πονάνε απ’ το χρόνο. Τα σύρματα δε φυλακίζουν πια τα χωράφια, τα αγκαλιάζουν, δεν υπάρχει μένος πουθενά. Όλα είναι ήσυχα. Μόνο κάτι ψηλοί στύλοι ξενυχτούν για να φωτίσουν το δρόμο για τους τυχόν μεθυσμένους περαστικούς. Λες και δεν ακούνε το φεγγάρι που παλεύει να βρει το νόημα σε εκείνη την αντικατάστασή του. Μα, το φως του είναι πιο ζεστό και είναι για όλους. Δεν ξεχωρίζει κανένα. Λάμπει για όλους.
Ω, ναι. Παράξενη η νύχτα απόψε. Όλα είναι αθόρυβα. Όλα είναι υπέροχα. Όλα είναι σκιές. Τίποτα δεν ακούγεται. Ησυχία. Μόνο κάτι ονειροπόλοι ουρλιάζουν στο σκοτάδι, πώς και δεν το πρόσεξα αυτό; Γελάνε και κλαίνε. Και γελάνε. Και γελάνε. Και το γέλιο τους με κάνει να θέλω να χορέψω. Υπάρχει κάτι που το νιώθω μέσα μου τόσο έντονα. Χτυπιέται σαν θηρίο που παλεύει να ελευθερωθεί. Καλπασμοί.. καλπασμοί.. καλπασμοί..
<3
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ μύτη μου τσούζει. Νομίζω δακρύζω. Μ, ναι, δακρύζω.
ΑπάντησηΔιαγραφή