Παρασκευή 30 Μαρτίου 2012

Θλιμμένος Πρίγκιπας


   Δεν τα κατάφερε. Δεν είχε καν την ευκαιρία να προσπαθήσει, δεν του την έδωσες. Γιατί του το έκανες αυτό; Γιατί τον κοίταξες έτσι; Πώς μπορείς να γεμίσεις με τόσο μίσος το αθώο σου βλέμμα; Δεν θέλω να σε ξέρω. Τώρα κοίτα τον. Γιατί δεν τον κοιτάς; Κοίτα τον.
   Δεν τα κατάφερε, τα παράτησε. Παράτησε τα ανεκπλήρωτα όνειρά του. Σου τα παρέδωσε. Σου παρέδωσε τα πάντα, ακόμη και τον ίδιο του τον εαυτό. Ακόμη και το τελευταίο του δάκρυ, παρ’ το, δικό σου. Τώρα είναι εκεί, χαμηλά και κλαίει. Κλαίει τις νύχτες με πανσέληνο. Γρυλίζει σαν λύκος που τον ξέχασαν τ’ αστέρια. Ένα ακόμη χαμογελαστό παιδί που ξεψυχά ζωντανό. Μια φωνούλα που δεν θα ακολουθήσει τα τραγούδια του ανέμου και των κυμάτων της θάλασσας. Ένας ακόμα άγγελος ξαπλωμένος στο υγρό χώμα, ένας ακόμα. Δεν μπόρεσε καν να ανοίξει τα φτερά του και να ακολουθήσει τον δρόμο που χάραξαν τ’ αστέρια της σιωπής για εκείνον, δεν μπόρεσε. Ξάπλωσε το γέρικο κορμί του στο έδαφος και κοίταξε για τελευταία φορά το φεγγάρι. Σου χαμογέλασε, νίκησες. Αλλά τι κέρδισες;
   Διάβασε τα αστέρια.. διάβασέ τα.. Δεν βρήκε χαρτί, γι αυτό χάραξε τις τελευταίες του λέξεις στον ουρανό με το μελάνι της ψυχής του. Είχε ένα όνειρο ο μικρός θλιμμένος άγγελος. Μόνο ένα. Ζούσε τόσους αιώνες υπηρετώντας εσένα, στα πόδια σου, χαμηλά, ελπίζοντας κάποια μέρα να τον κοιτάξεις στα μάτια και να δεις αυτήν τη λάμψη. Όμως εσύ φρόντισες αυτή η λάμψη να εξαφανίζεται κάθε μέρα όλο και περισσότερο. Τι κέρδισες;
   Ένα ξεχασμένο πρωινό, σε κοίταξε στα μάτια λίγο πριν ξυπνήσεις και σου ψιθύρισε..  «Άκου τον λύκο. Άκου τον λύκο που, ξεχασμένος απ’ τ’ αστέρια, γρυλίζει στο πιο ηλιόλουστο φεγγάρι της αυγής. Άκου τα τραγούδια του ανέμου και της θάλασσας που συνοδεύονται από τις φωνούλες των παιδιών που ελπίζουν να τα κοιτάξεις, να τα δεις. Άκου κι εμένα που κλαίω, που πονάω. Άκου την καρδιά μου που σπάει και νιώσε την ψυχή μου να ελευθερώνεται καθώς ξεψυχάω. Και όταν καταλάβεις, κοίτα τον ραγισμένο σου ουρανό και διάβασε τι σου λεν’ τα αστέρια. Μην διαβάσεις με τα μάτια, για μια φορά, μην το κάνεις.»
   Αυτά είπε και πλάγιασε στο στοιχειωμένο από αναμνήσεις και γεμάτο κρύα δάκρυα κρεβάτι του, το μόνο που του είχε απομείνει. Ξάπλωσε, έκλεισε τα μάτια του και αφέθηκε στο παραμιλητό του λύκου που θα τον νανούριζε.  Και τότε τα αστέρια έλαμψαν.. έλαμψαν.. Και ήταν η πιο θλιμμένη λάμψη που είδα ποτέ μου..
«Θέλω να γίνω πρίγκιπας». 

Πέμπτη 29 Μαρτίου 2012

Βροχοποιός


             ‘’Χαμογελάς. Πάντα χαμογελάς. Το χαμόγελό σου έχει γεύση βατόμουρο και μυρίζει σαν νυχτολούλουδο ξεχασμένο στην άγρια νύχτα που τη γλυκαίνει. Χαμογελάς μέχρι να μαδήσουν τα φύλλα της παπαρούνας που κρατάς και μετά πάλι το βλέμμα σου χειμωνιάζει. Και κλαις. Μέσα σου κάτι σε πνίγει κι εσύ κοιτάς με μίσος το τίποτα που καθρεφτίζει το μέλλον σου και όλους εκείνους τους θεατές που έμαθαν να χειροκροτούν άσκοπα. Ω, ναι, θα γνωρίσεις κι άλλους. Δεν ξέρεις πώς θα αντέξεις. Δεν ξέρεις αν τα καταφέρεις. Γι’ αυτό μετά ξεχνιέσαι και πάλι χαμογελάς μέχρι να μαδήσει και αυτή η παπαρούνα. Και συνεχίζεις, δε σταματάς να μαδάς τις παπαρούνες. «Εκείνες θα με εγκαταλείψουν;», αναρωτιέσαι. Όχι, ποτέ. Όμως κάθε φορά η δύναμή σου θα σε εγκαταλείπει μέχρι να μην μπορείς να τις φτάσεις. Μέχρι να βρεθείς μακριά απ’ το φιλόξενο αυτόν παράδεισο με τις παπαρούνες. Και τότε όλοι θα σε κοιτάξουν με το μοναδικό βλέμμα που έμαθαν να προσφέρουν και θα καταλάβεις.. Θα καταλάβεις..’’

 Όταν η πολύχρωμη βροχή της ψυχής σου γεννάει ασπρόμαυρες σταγόνες που στάζουν στο κορμί σου και σε καίνε.

                                                             ‘’ Στη Μαριλίζα. Η Βροχοποιός σου είσαι εσύ.’’            

Pocahontas: Paint your life with the colours of the wind

  Πράσινο. Το αγαπημένο μου χρώμα είναι το πράσινο. Όχι το πράσινο του τοίχου του δωματίου σου, όχι αυτό. Δεν μιλάω για το χρώμα της ομάδας σου. Όχι το πράσινο της μπλούζας σου.. Όχι αυτό..
  Το λατρεύω το πράσινο. Είναι το πράσινο που δεν μπορείς να εμφανίσεις στις φωτογραφίες σου. Το πράσινο που δεν το βλέπεις μέσα στη φωτοτυπία σου. Το πράσινο που δεν ξεχειλίζει από το μαρκαδόρο σου.. Αυτό το πράσινο.
  Όταν έχω αυτό το πράσινο, νιώθω πως κρατάω στα χέρια μου όλο τον κόσμο, νιώθω πως ξαναβρίσκω τα όνειρά μου, τα ιδανικά μου. Είμαι δυνατή, όταν έχω αυτό το πράσινο. Και ενώ δεν ήξερα σε ποιο συρτάρι του χρόνου είχα ξεχάσει τον εαυτό μου, με αυτό το πράσινο τον έχω ξανά μαζί μου.
  Ξέρεις, μοιάζει πολύ με το πράσινο των ματιών σου.. Τόσο ειλικρινές, τόσο σίγουρο. Σε κάνει να ονειρεύεσαι, να χάνεσαι, να ελπίζεις.. Να ερωτεύεσαι.. Σε κάνει να αγαπάς, ναι, με αυτό το πράσινο αγαπάς.
  Με αυτό το πράσινο αγάπησα κι εγώ. Με αυτό έμαθα να αγαπάω, να ελπίζω, να ονειρεύομαι, να γελάω, να ζω. Να πετάω. Έμαθα να πετάω με τα απαλά φτερά της πεταλούδας και του γέρικου αετού. Έμαθα να ξεχωρίζω το φως του ήλιου με το φως του φεγγαριού. Μου δίδαξε πολλά. Ξέρεις, έμαθα να κοιτάζω με το βλέμμα σου. Το βλέμμα σου, που, μοιάζει τόσο αθώο.. Μοιάζει τόσο πράσινο, κι όμως, κρύβει τόσο μαύρο μέσα του, ανακατεμένο με κόκκινο και γκρι. Εσύ με έμαθες να κοιτάζω έτσι. Γιατί πριν γνωρίσω το πράσινο, είχα γνωρίσει εσένα, τώρα καταλαβαίνω τη διαφορά. Είσαι πολύχρωμος. Ασπρόμαυρος πολύχρωμος.
  Όμως εσύ, ναι εσύ. Εσύ που κρύβεις τόσο πράσινο στο βλέμμα σου, ήξερες; Ήξερες ότι τα δέντρα έχουν φωνή; Ήξερες ότι τα σύννεφα σε χλευάζουν; Ήξερες ότι τα πουλιά σε κοιτάζουν από ψηλά, και γελάνε; Ξέρεις γιατί; Γιατί τα κοίταξες και τα ζήλεψες. Τα ζήλεψες που μπορούσαν να αγγίξουν τα σύννεφα. Και γέλασαν όταν είδαν τα φτερά σου, άθικτα. Σαν να είσαι δελφίνι και να ζηλεύεις τις φώκιες. Σαν να είσαι βερίκοκο και να ζηλεύεις τα ροδάκινα. Είναι και τα δύο φρούτα, ξέρεις, και έχουν υπέροχη γεύση, όταν ωριμάσουν, αν προλάβουν.
  Έτσι και το πράσινο. Είναι τόσο ίδιο με το γαλάζιο.. Γεννιούνται και τα δύο από τα ίδια χρώματα και αγγίγματα. Έχουν και το μαύρο μέσα, όχι το μαύρο που γνώρισα εγώ. Το άλλο μαύρο, το ανοιχτόχρωμο. Όλα τα χρώματα είναι χαρούμενα όταν γεννιούνται από το πράσινο ή το γαλάζιο. Ναι, υπάρχει και το μαύρο που γεννιέται από το πράσινο και το γαλάζιο, αυτό θα σου γνωρίσω.
  Έλεγα, λοιπόν, πως το πράσινο και το γαλάζιο είναι ακριβώς το ίδιο χρώμα. Και όταν τα ενώσεις, φτιάχνεις το κίτρινο. Όχι το κίτρινο της παλέτας σου, όχι αυτό πάλι. Το κίτρινο που το κοιτάς και σε τυφλώνει. Το κίτρινο που σε κάνει να δακρύζεις, δεν το αντέχεις. Δεν αντέχεις τόση αθωότητα, τόση γλύκα, τόση καλοσύνη, δεν έχεις συνηθίσει. Θα τα καταφέρεις.
  Και για σένα που με έμαθες κάποτε να κοιτάζω με το νεκρό βλέμμα σου, θέλω να σε ρωτήσω κάτι. Δοκίμασες ποτέ να ζωγραφίσεις χωρίς μαρκαδόρους; Δοκίμασες ποτέ να βάψεις χωρίς πινέλα; Δοκίμασες ποτέ να αγαπήσεις χωρίς να σε ενδιαφέρει αν στο ανταποδώσουν;  Χρωμάτισες ποτέ τη ζωή σου με τα ποικίλα χρώματα του ανέμου; Δεν σε λυπάμαι, μη φοβάσαι. Απλώς αναρωτιέμαι. Λες πως την είδες. Λες πως την γνώρισες. Λες πως μύρισες τα μακριά ανοιχτόχρωμα μαύρα μαλλιά της. Λες πως άγγιξες το μελαχρινό δέρμα της.. Λες πως της μίλησες και σου χαμογέλασε. Όμως, εάν όντως τη γνώρισες, εάν όντως σου μίλησε, γιατί δεν άλλαξες; Εάν όντως την είδες, πώς και δεν έκλαψες; Πώς και δεν ντράπηκες; 

Τετάρτη 28 Μαρτίου 2012

Παγωμένοι δείκτες


  Αυτή τη φορά το κουδούνι του σχολείου χτύπησε πολύ γρήγορα. Οι φωνές και τα δυνατά γέλια των εφήβων μαθητών σταμάτησαν μαζί με τις λογομαχίες των καθηγητών. Ο μαθηματικός άφησε το ποτήρι του καφέ του μισοάδειο και ο μουσικός έσβησε το τελευταίο του βιαστικό τσιγάρο στον καυτό τσιμεντένιο δρόμο, με τη μύτη του ποδιού του. Όλα μπήκαν πάλι σε μια σειρά. Μπήκα στην τάξη, κάθισα στη θέση μου και έβγαλα τα βιβλία μου. Νεοελληνική γλώσσα.
  Όλα έμοιαζαν τόσο ξένα. Σαν μια συνεχή επανάληψη, πιο ασφυκτική απ’ την ρουτίνα. Άνοιξα το βιβλίο μου και κοιτούσα τις εικόνες. Στάθηκα για μια στιγμή με τα μάτια μου κλειστά και προσπάθησα να ακούσω τη φωνούλα του, όμως μάταιο. Πλέον την είχε χάσει και αυτήν.
  Θυμήθηκα το τότε. Το πριν. Ξυπνούσα πρωί για να πάω στο σχολείο. Έβαζα τα κοτσιδάκια στα μαλλιά και τα χρωματιστά μου παπούτσια κι έφευγα για το μάθημα. Στο δρόμο κοιτούσα πάντα έξω απ’ το παράθυρο του αυτοκινήτου τους ανθρώπους, τα δέντρα, τα ζώα. Έφτανα στο σχολείο και συναντούσα τις φίλες μου, με τα δικά τους κοτσιδάκια και όλα τα παιδιά που έκανα παρέα. Τα θρανία και οι καρέκλες ήταν η παρέα μας μέσα στην τάξη και τα βιβλία μας γεμάτα ζωγραφιές και αυτοκόλλητα, φίλοι. Περνούσα τόσο ωραία. Η μέρα περνούσε πραγματικά γρήγορα και ούτε που καταλάβαινες τη διαφορά του διαλείμματος με του μαθήματος. Ήταν ευχάριστα και τα δύο για εμάς. Η δασκάλα μας, τόσο χαμογελαστή και γλυκιά. Το πόσο μας καταλάβαινε, δεν περιγράφεται! Η μέρα μου συνέχιζε με παιχνίδι στη γειτονιά, μετά το διάβασμα, ζεστό φαγητό και μετά το βραδάκι ύπνος. Πόσο ήθελα να φτάσει η ώρα που θα με πάρει ο ύπνος, για να έρθει γρήγορα η επόμενη μέρα!
  Κάποιες φορές πηγαίναμε εκδρομές με το σχολείο και διασκεδάζαμε πάρα πολύ. Ή μας έβγαζαν έξω και παίζαμε ότι θέλαμε στην αυλή. Ουρλιαχτά απ’ όλο το προαύλιο, γέλια, μάτια γεμάτα φως, χαρά, τετράδια γεμάτα όνειρα.. Έπειτα κρυφτό, κυνηγητό, πατητό, κουτσό.. Όλο και κάποιο παιδί θα έπεφτε κάτω και θα χτυπούσε. Αυτό ήταν σίγουρο! Οι γονείς μας, μας παρακολουθούσαν και έβλεπες τα μάτια τους να ξεχειλίζουν  από αναμνήσεις από τα παλιά. Ονειρικές μέρες.
  Κι όμως θεωρείται ότι βρίσκομαι ακόμα στην παιδική ηλικία, και έχω ακόμα τέσσερα χρόνια μπροστά μου για να μπω στα δεκαοχτώ και να γίνω ενήλικη. Όμως τώρα είναι όλα τόσο διαφορετικά.
  Πρωινό ξύπνημα στις 7, πάω σχολείο. Κάνουμε προσευχή και πηγαίνουμε στις τάξεις. Τώρα το θρανίο μου είναι φθαρμένο και η καρέκλα μου τρίζει. Η τάξη μου, παρ’ όλο που είναι βαμμένη με πράσινο ανοιχτό χρώμα και οι κουρτίνες πάνω γράφουν «Peace, Love, Faith, Inspiration, Independence..», είναι πιο σκουρόχρωμη από ποτέ και οι κουρτίνες γκρίζες και σκισμένες. Ο πίνακας, απέναντί μας, εχθρός μαζί με αυτόν που κρατάει το μαρκαδόρο και γράφει πάνω του. Η έδρα θλιμμένη από τα χτυπήματα που έχει δεχθεί από αυτόν που την μεταχειρίζεται απαίσια για να επιβληθεί μέσα στην τάξη. Και όλα αυτά μοιάζουν τόσο τρομακτικά στα μάτια μου, που φοβάμαι να περάσω την πόρτα και να μπω μέσα. Όμως το διάλειμμα προτιμώ να κάθομαι μέσα γιατί έτσι κι αλλιώς, μέχρι να πάρω την απόφαση να βγω έξω και να συνεχίσω την ρουτίνα, το κουρασμένο κουδούνι του σχολείου, με την πλέον βραχνιασμένη φωνή, έχει χτυπήσει για μέσα. Και πάλι, εγώ, να κοιτάζω στα μάτια τον αφέντη της τάξης και να αντικρίζω ένα θύμα. Το ίδιο με εμένα. Ένα θύμα της κοινωνίας, της τεχνολογίας, της ζωής.
  Έτσι, λοιπόν, πέρασε κι αυτή η μέρα. Όμως κάτι παράξενο συνέβη εκείνη την ώρα της Νεοελληνικής Γλώσσας, την στιγμή που η καθηγήτρια μάς είχε συγχρονίσει στο σημερινό της ραδιοφωνικό σταθμό.
  Εντελώς τυχαία, το βλέμμα μου έπεσε πάνω στο στρογγυλό γκρίζο ρολόι που είναι καρφωμένο πάνω στον τοίχο της τάξης μου, δίπλα από τον πίνακα. Οι δείκτες του είχαν σταματήσει εδώ και πολύ καιρό και όλο το στριφογυρίζαμε και παίζαμε μαζί τους. Είχα καρφωμένο το βλέμμα μου για πάρα πολλή ώρα πάνω του, δεν πρόσεχα καν στο μάθημα. Ένιωθα πως κάτι ήθελε να μας πει, έτσι όπως μας κοιτούσε απογοητευμένο. Μέχρι που παρατήρησα κάτι που με έκανε να καταλάβω τι ήταν αυτό που ούρλιαζε σαν κόλαση μέσα του.
  Οι δείκτες είχαν σταματήσει, ο καθένας σε μια συγκεκριμένη θέση, που ίσως για κάποιους δεν σήμαινε τίποτα. Ο μικρός έντονος δείκτης είχε παγώσει στον αριθμό ένα, ενώ ο μεγάλος λεπτός δείκτης στον αριθμό έξι. Όλα έδειχναν πως η ώρα ήταν μια και μισή, όμως στην πραγματικότητα αυτό ήταν μόνο η επιφάνεια. Αποφάσισα να κοιτάξω πιο βαθιά, να καταλάβω τι προσπαθούσε να μου πει. Τότε, λίγα δευτερόλεπτα πριν χτυπήσει το κουδούνι, το είδα. Υπήρχε κι άλλος ένας δείκτης, αυτός που ποτέ κανείς μας δεν έδωσε σημασία. Ο δείκτης που έδειχνε τα δευτερόλεπτα. Αφήνοντας την τελευταία του πνοή, είχε παγώσει λίγα χιλιοστά πριν τον αριθμό δώδεκα. Όχι, η ώρα δεν ήταν μία και μισή. Ήταν μία και μισή και πενήντα εννιά δευτερόλεπτα.
  Μέσα στα λίγα δευτερόλεπτα που είχαν μείνει πριν χτυπήσει το κουδούνι για να σχολάσουμε και ενώ είχε ήδη αρχίσει μια μικρή αναστάτωση ανάμεσα στους μαθητές να καταπίνει την φωνή της καθηγήτριας-ραδιοφώνου, ένιωσα πως όλες οι απαντήσεις είχαν κρυφτεί στα μάτια μου, σαν λάμψη, σαν θησαυρός. Γιατί δεν πήγε ποτέ μία ώρα και τριάντα ένα λεπτά; Γιατί έσβησαν όλα για ένα δευτερόλεπτο, για λίγα χιλιοστά πριν τον αριθμό δώδεκα; Ποιος δεν έφτασε στο τέλος, ποιος δεν τα κατάφερε;
  Το κεφάλι μου ήταν έτοιμο να εκραγεί και ένιωθα κάτι σαν ασφυξία μέσα μου. Τα χέρια μου έτρεμαν. Τόσες σκέψεις, τόσα διαφορετικά συναισθήματα και σε αυτά κυριαρχούσε ο φόβος και η αγωνία.. Ώσπου ο θησαυρός διαλύθηκε σε χιλιάδες δάκρια που έσταξαν και ξεψύχησαν πάνω στην λευκή τσαλακωμένη κόλλα του τετραδίου μου.. Και οι απαντήσεις έγιναν λέξεις.. Ίσως κάποια μέρα καταφέρω να τις βάλω στην σωστή σειρά. 

Μια μέρα θέλω να ζήσω


  Μια μέρα θέλω να πάω μια βόλτα. Μια βόλτα χωρίς προορισμό, μια απλή βόλτα. Να περπατάω για ώρες, να περάσω από παντού. Να τρέξω. Να περάσω από αποξενωμένα σκοτεινά σοκάκια, μόνα, ξεχασμένα. Να χαθώ σε στενά της νύχτας, μακριά απ’ τα φώτα και τα ψηλά κτήρια της πόλης, χωρίς να φοβάμαι. Να μην κοιτάξω πίσω τρομαγμένη, να μην νιώσω την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή, να μην φοβάμαι. 
  Μια μέρα θέλω να φτάσω στην κορυφή ενός θεόρατου βουνού. Να κοιτάζω από ψηλά τους ανθρώπους σαν μηχανικά μυρμήγκια και τα δέντρα σαν μικρές πράσινες πιτσιλιές στο γκρίζο. Να νιώσω κομμάτι του ουρανού, να απλώσω τα χέρια μου και να αγγίξω τα σύννεφα, να τα διώξω.
  Μια μέρα θέλω να σταματήσω να ελπίζω. Να μην ελπίζω πια, μόνο να ονειρεύομαι και να χάνομαι στον δικό μου παράδεισο με τα ηλιοτρόπια. Να διώξω και τις δικές σου ελπίδες. Να φτιάξουμε μαζί έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι δεν θα ελπίζουν πια, μόνο θα ονειρεύονται και, τα όνειρά τους, δεν θα είναι ξεχασμένα στον παράδεισο με τα ηλιοτρόπια, θα είναι στα χέρια τους, στα μάτια τους. Θα είναι δικά τους.
  Μια μέρα θέλω να ζωγραφίσω στην άμμο. Να ζωγραφίσω χαμόγελα, σκέψεις, όνειρα, να ζωγραφίσω ένα σπουργίτι, ένα λουλούδι, μια πασχαλίτσα, να ζωγραφίσω εσένα. Να κλέψω απ’ τη θάλασσα τα χρώματα και να τα ανακατέψω με εκείνο το χρώμα που παίρνουν τα μάτια σου όταν την χαζεύεις και χάνεσαι στον αφρό. Και μετά λείπεις για αρκετό καιρό..
  Θα μπορούσα να περιμένω μια ζωή να έρθει αυτή η μέρα, όμως όχι. Αποφασίζω αυτή η μέρα να είναι αύριο. Θέλω η μέρα που θα γελάσω ξανά, να είναι αύριο. Η μέρα που θα ξανά ονειρευτώ, θα είναι η αυριανή. Θα είναι η μέρα μας, η δική μας ξεχωριστή μέρα. Θα είναι η μέρα μας, η κάθε μέρα μας. Θα παλέψουμε σήμερα. Σήμερα. Όχι αύριο, αύριο θα γελάμε για χθες.
  Μια μέρα θέλω να ζήσω.