Αυτή τη φορά το
κουδούνι του σχολείου χτύπησε πολύ γρήγορα. Οι φωνές και τα δυνατά γέλια των
εφήβων μαθητών σταμάτησαν μαζί με τις λογομαχίες των καθηγητών. Ο μαθηματικός
άφησε το ποτήρι του καφέ του μισοάδειο και ο μουσικός έσβησε το τελευταίο του
βιαστικό τσιγάρο στον καυτό τσιμεντένιο δρόμο, με τη μύτη του ποδιού του. Όλα
μπήκαν πάλι σε μια σειρά. Μπήκα στην τάξη, κάθισα στη θέση μου και έβγαλα τα
βιβλία μου. Νεοελληνική γλώσσα.
Όλα έμοιαζαν τόσο ξένα. Σαν μια συνεχή επανάληψη, πιο ασφυκτική απ’ την ρουτίνα. Άνοιξα το βιβλίο μου και κοιτούσα τις εικόνες. Στάθηκα για μια στιγμή με τα μάτια μου κλειστά και προσπάθησα να ακούσω τη φωνούλα του, όμως μάταιο. Πλέον την είχε χάσει και αυτήν.
Θυμήθηκα το τότε. Το πριν. Ξυπνούσα πρωί για να πάω στο σχολείο. Έβαζα τα κοτσιδάκια στα μαλλιά και τα χρωματιστά μου παπούτσια κι έφευγα για το μάθημα. Στο δρόμο κοιτούσα πάντα έξω απ’ το παράθυρο του αυτοκινήτου τους ανθρώπους, τα δέντρα, τα ζώα. Έφτανα στο σχολείο και συναντούσα τις φίλες μου, με τα δικά τους κοτσιδάκια και όλα τα παιδιά που έκανα παρέα. Τα θρανία και οι καρέκλες ήταν η παρέα μας μέσα στην τάξη και τα βιβλία μας γεμάτα ζωγραφιές και αυτοκόλλητα, φίλοι. Περνούσα τόσο ωραία. Η μέρα περνούσε πραγματικά γρήγορα και ούτε που καταλάβαινες τη διαφορά του διαλείμματος με του μαθήματος. Ήταν ευχάριστα και τα δύο για εμάς. Η δασκάλα μας, τόσο χαμογελαστή και γλυκιά. Το πόσο μας καταλάβαινε, δεν περιγράφεται! Η μέρα μου συνέχιζε με παιχνίδι στη γειτονιά, μετά το διάβασμα, ζεστό φαγητό και μετά το βραδάκι ύπνος. Πόσο ήθελα να φτάσει η ώρα που θα με πάρει ο ύπνος, για να έρθει γρήγορα η επόμενη μέρα!
Κάποιες φορές πηγαίναμε εκδρομές με το σχολείο και διασκεδάζαμε πάρα πολύ. Ή μας έβγαζαν έξω και παίζαμε ότι θέλαμε στην αυλή. Ουρλιαχτά απ’ όλο το προαύλιο, γέλια, μάτια γεμάτα φως, χαρά, τετράδια γεμάτα όνειρα.. Έπειτα κρυφτό, κυνηγητό, πατητό, κουτσό.. Όλο και κάποιο παιδί θα έπεφτε κάτω και θα χτυπούσε. Αυτό ήταν σίγουρο! Οι γονείς μας, μας παρακολουθούσαν και έβλεπες τα μάτια τους να ξεχειλίζουν από αναμνήσεις από τα παλιά. Ονειρικές μέρες.
Κι όμως θεωρείται ότι βρίσκομαι ακόμα στην παιδική ηλικία, και έχω ακόμα τέσσερα χρόνια μπροστά μου για να μπω στα δεκαοχτώ και να γίνω ενήλικη. Όμως τώρα είναι όλα τόσο διαφορετικά.
Πρωινό ξύπνημα στις 7, πάω σχολείο. Κάνουμε προσευχή και πηγαίνουμε στις τάξεις. Τώρα το θρανίο μου είναι φθαρμένο και η καρέκλα μου τρίζει. Η τάξη μου, παρ’ όλο που είναι βαμμένη με πράσινο ανοιχτό χρώμα και οι κουρτίνες πάνω γράφουν «Peace, Love, Faith, Inspiration, Independence..», είναι πιο σκουρόχρωμη από ποτέ και οι κουρτίνες γκρίζες και σκισμένες. Ο πίνακας, απέναντί μας, εχθρός μαζί με αυτόν που κρατάει το μαρκαδόρο και γράφει πάνω του. Η έδρα θλιμμένη από τα χτυπήματα που έχει δεχθεί από αυτόν που την μεταχειρίζεται απαίσια για να επιβληθεί μέσα στην τάξη. Και όλα αυτά μοιάζουν τόσο τρομακτικά στα μάτια μου, που φοβάμαι να περάσω την πόρτα και να μπω μέσα. Όμως το διάλειμμα προτιμώ να κάθομαι μέσα γιατί έτσι κι αλλιώς, μέχρι να πάρω την απόφαση να βγω έξω και να συνεχίσω την ρουτίνα, το κουρασμένο κουδούνι του σχολείου, με την πλέον βραχνιασμένη φωνή, έχει χτυπήσει για μέσα. Και πάλι, εγώ, να κοιτάζω στα μάτια τον αφέντη της τάξης και να αντικρίζω ένα θύμα. Το ίδιο με εμένα. Ένα θύμα της κοινωνίας, της τεχνολογίας, της ζωής.
Έτσι, λοιπόν, πέρασε κι αυτή η μέρα. Όμως κάτι παράξενο συνέβη εκείνη την ώρα της Νεοελληνικής Γλώσσας, την στιγμή που η καθηγήτρια μάς είχε συγχρονίσει στο σημερινό της ραδιοφωνικό σταθμό.
Εντελώς τυχαία, το βλέμμα μου έπεσε πάνω στο στρογγυλό γκρίζο ρολόι που είναι καρφωμένο πάνω στον τοίχο της τάξης μου, δίπλα από τον πίνακα. Οι δείκτες του είχαν σταματήσει εδώ και πολύ καιρό και όλο το στριφογυρίζαμε και παίζαμε μαζί τους. Είχα καρφωμένο το βλέμμα μου για πάρα πολλή ώρα πάνω του, δεν πρόσεχα καν στο μάθημα. Ένιωθα πως κάτι ήθελε να μας πει, έτσι όπως μας κοιτούσε απογοητευμένο. Μέχρι που παρατήρησα κάτι που με έκανε να καταλάβω τι ήταν αυτό που ούρλιαζε σαν κόλαση μέσα του.
Οι δείκτες είχαν σταματήσει, ο καθένας σε μια συγκεκριμένη θέση, που ίσως για κάποιους δεν σήμαινε τίποτα. Ο μικρός έντονος δείκτης είχε παγώσει στον αριθμό ένα, ενώ ο μεγάλος λεπτός δείκτης στον αριθμό έξι. Όλα έδειχναν πως η ώρα ήταν μια και μισή, όμως στην πραγματικότητα αυτό ήταν μόνο η επιφάνεια. Αποφάσισα να κοιτάξω πιο βαθιά, να καταλάβω τι προσπαθούσε να μου πει. Τότε, λίγα δευτερόλεπτα πριν χτυπήσει το κουδούνι, το είδα. Υπήρχε κι άλλος ένας δείκτης, αυτός που ποτέ κανείς μας δεν έδωσε σημασία. Ο δείκτης που έδειχνε τα δευτερόλεπτα. Αφήνοντας την τελευταία του πνοή, είχε παγώσει λίγα χιλιοστά πριν τον αριθμό δώδεκα. Όχι, η ώρα δεν ήταν μία και μισή. Ήταν μία και μισή και πενήντα εννιά δευτερόλεπτα.
Μέσα στα λίγα δευτερόλεπτα που είχαν μείνει πριν χτυπήσει το κουδούνι για να σχολάσουμε και ενώ είχε ήδη αρχίσει μια μικρή αναστάτωση ανάμεσα στους μαθητές να καταπίνει την φωνή της καθηγήτριας-ραδιοφώνου, ένιωσα πως όλες οι απαντήσεις είχαν κρυφτεί στα μάτια μου, σαν λάμψη, σαν θησαυρός. Γιατί δεν πήγε ποτέ μία ώρα και τριάντα ένα λεπτά; Γιατί έσβησαν όλα για ένα δευτερόλεπτο, για λίγα χιλιοστά πριν τον αριθμό δώδεκα; Ποιος δεν έφτασε στο τέλος, ποιος δεν τα κατάφερε;
Το κεφάλι μου ήταν έτοιμο να εκραγεί και ένιωθα κάτι σαν ασφυξία μέσα μου. Τα χέρια μου έτρεμαν. Τόσες σκέψεις, τόσα διαφορετικά συναισθήματα και σε αυτά κυριαρχούσε ο φόβος και η αγωνία.. Ώσπου ο θησαυρός διαλύθηκε σε χιλιάδες δάκρια που έσταξαν και ξεψύχησαν πάνω στην λευκή τσαλακωμένη κόλλα του τετραδίου μου.. Και οι απαντήσεις έγιναν λέξεις.. Ίσως κάποια μέρα καταφέρω να τις βάλω στην σωστή σειρά.
Όλα έμοιαζαν τόσο ξένα. Σαν μια συνεχή επανάληψη, πιο ασφυκτική απ’ την ρουτίνα. Άνοιξα το βιβλίο μου και κοιτούσα τις εικόνες. Στάθηκα για μια στιγμή με τα μάτια μου κλειστά και προσπάθησα να ακούσω τη φωνούλα του, όμως μάταιο. Πλέον την είχε χάσει και αυτήν.
Θυμήθηκα το τότε. Το πριν. Ξυπνούσα πρωί για να πάω στο σχολείο. Έβαζα τα κοτσιδάκια στα μαλλιά και τα χρωματιστά μου παπούτσια κι έφευγα για το μάθημα. Στο δρόμο κοιτούσα πάντα έξω απ’ το παράθυρο του αυτοκινήτου τους ανθρώπους, τα δέντρα, τα ζώα. Έφτανα στο σχολείο και συναντούσα τις φίλες μου, με τα δικά τους κοτσιδάκια και όλα τα παιδιά που έκανα παρέα. Τα θρανία και οι καρέκλες ήταν η παρέα μας μέσα στην τάξη και τα βιβλία μας γεμάτα ζωγραφιές και αυτοκόλλητα, φίλοι. Περνούσα τόσο ωραία. Η μέρα περνούσε πραγματικά γρήγορα και ούτε που καταλάβαινες τη διαφορά του διαλείμματος με του μαθήματος. Ήταν ευχάριστα και τα δύο για εμάς. Η δασκάλα μας, τόσο χαμογελαστή και γλυκιά. Το πόσο μας καταλάβαινε, δεν περιγράφεται! Η μέρα μου συνέχιζε με παιχνίδι στη γειτονιά, μετά το διάβασμα, ζεστό φαγητό και μετά το βραδάκι ύπνος. Πόσο ήθελα να φτάσει η ώρα που θα με πάρει ο ύπνος, για να έρθει γρήγορα η επόμενη μέρα!
Κάποιες φορές πηγαίναμε εκδρομές με το σχολείο και διασκεδάζαμε πάρα πολύ. Ή μας έβγαζαν έξω και παίζαμε ότι θέλαμε στην αυλή. Ουρλιαχτά απ’ όλο το προαύλιο, γέλια, μάτια γεμάτα φως, χαρά, τετράδια γεμάτα όνειρα.. Έπειτα κρυφτό, κυνηγητό, πατητό, κουτσό.. Όλο και κάποιο παιδί θα έπεφτε κάτω και θα χτυπούσε. Αυτό ήταν σίγουρο! Οι γονείς μας, μας παρακολουθούσαν και έβλεπες τα μάτια τους να ξεχειλίζουν από αναμνήσεις από τα παλιά. Ονειρικές μέρες.
Κι όμως θεωρείται ότι βρίσκομαι ακόμα στην παιδική ηλικία, και έχω ακόμα τέσσερα χρόνια μπροστά μου για να μπω στα δεκαοχτώ και να γίνω ενήλικη. Όμως τώρα είναι όλα τόσο διαφορετικά.
Πρωινό ξύπνημα στις 7, πάω σχολείο. Κάνουμε προσευχή και πηγαίνουμε στις τάξεις. Τώρα το θρανίο μου είναι φθαρμένο και η καρέκλα μου τρίζει. Η τάξη μου, παρ’ όλο που είναι βαμμένη με πράσινο ανοιχτό χρώμα και οι κουρτίνες πάνω γράφουν «Peace, Love, Faith, Inspiration, Independence..», είναι πιο σκουρόχρωμη από ποτέ και οι κουρτίνες γκρίζες και σκισμένες. Ο πίνακας, απέναντί μας, εχθρός μαζί με αυτόν που κρατάει το μαρκαδόρο και γράφει πάνω του. Η έδρα θλιμμένη από τα χτυπήματα που έχει δεχθεί από αυτόν που την μεταχειρίζεται απαίσια για να επιβληθεί μέσα στην τάξη. Και όλα αυτά μοιάζουν τόσο τρομακτικά στα μάτια μου, που φοβάμαι να περάσω την πόρτα και να μπω μέσα. Όμως το διάλειμμα προτιμώ να κάθομαι μέσα γιατί έτσι κι αλλιώς, μέχρι να πάρω την απόφαση να βγω έξω και να συνεχίσω την ρουτίνα, το κουρασμένο κουδούνι του σχολείου, με την πλέον βραχνιασμένη φωνή, έχει χτυπήσει για μέσα. Και πάλι, εγώ, να κοιτάζω στα μάτια τον αφέντη της τάξης και να αντικρίζω ένα θύμα. Το ίδιο με εμένα. Ένα θύμα της κοινωνίας, της τεχνολογίας, της ζωής.
Έτσι, λοιπόν, πέρασε κι αυτή η μέρα. Όμως κάτι παράξενο συνέβη εκείνη την ώρα της Νεοελληνικής Γλώσσας, την στιγμή που η καθηγήτρια μάς είχε συγχρονίσει στο σημερινό της ραδιοφωνικό σταθμό.
Εντελώς τυχαία, το βλέμμα μου έπεσε πάνω στο στρογγυλό γκρίζο ρολόι που είναι καρφωμένο πάνω στον τοίχο της τάξης μου, δίπλα από τον πίνακα. Οι δείκτες του είχαν σταματήσει εδώ και πολύ καιρό και όλο το στριφογυρίζαμε και παίζαμε μαζί τους. Είχα καρφωμένο το βλέμμα μου για πάρα πολλή ώρα πάνω του, δεν πρόσεχα καν στο μάθημα. Ένιωθα πως κάτι ήθελε να μας πει, έτσι όπως μας κοιτούσε απογοητευμένο. Μέχρι που παρατήρησα κάτι που με έκανε να καταλάβω τι ήταν αυτό που ούρλιαζε σαν κόλαση μέσα του.
Οι δείκτες είχαν σταματήσει, ο καθένας σε μια συγκεκριμένη θέση, που ίσως για κάποιους δεν σήμαινε τίποτα. Ο μικρός έντονος δείκτης είχε παγώσει στον αριθμό ένα, ενώ ο μεγάλος λεπτός δείκτης στον αριθμό έξι. Όλα έδειχναν πως η ώρα ήταν μια και μισή, όμως στην πραγματικότητα αυτό ήταν μόνο η επιφάνεια. Αποφάσισα να κοιτάξω πιο βαθιά, να καταλάβω τι προσπαθούσε να μου πει. Τότε, λίγα δευτερόλεπτα πριν χτυπήσει το κουδούνι, το είδα. Υπήρχε κι άλλος ένας δείκτης, αυτός που ποτέ κανείς μας δεν έδωσε σημασία. Ο δείκτης που έδειχνε τα δευτερόλεπτα. Αφήνοντας την τελευταία του πνοή, είχε παγώσει λίγα χιλιοστά πριν τον αριθμό δώδεκα. Όχι, η ώρα δεν ήταν μία και μισή. Ήταν μία και μισή και πενήντα εννιά δευτερόλεπτα.
Μέσα στα λίγα δευτερόλεπτα που είχαν μείνει πριν χτυπήσει το κουδούνι για να σχολάσουμε και ενώ είχε ήδη αρχίσει μια μικρή αναστάτωση ανάμεσα στους μαθητές να καταπίνει την φωνή της καθηγήτριας-ραδιοφώνου, ένιωσα πως όλες οι απαντήσεις είχαν κρυφτεί στα μάτια μου, σαν λάμψη, σαν θησαυρός. Γιατί δεν πήγε ποτέ μία ώρα και τριάντα ένα λεπτά; Γιατί έσβησαν όλα για ένα δευτερόλεπτο, για λίγα χιλιοστά πριν τον αριθμό δώδεκα; Ποιος δεν έφτασε στο τέλος, ποιος δεν τα κατάφερε;
Το κεφάλι μου ήταν έτοιμο να εκραγεί και ένιωθα κάτι σαν ασφυξία μέσα μου. Τα χέρια μου έτρεμαν. Τόσες σκέψεις, τόσα διαφορετικά συναισθήματα και σε αυτά κυριαρχούσε ο φόβος και η αγωνία.. Ώσπου ο θησαυρός διαλύθηκε σε χιλιάδες δάκρια που έσταξαν και ξεψύχησαν πάνω στην λευκή τσαλακωμένη κόλλα του τετραδίου μου.. Και οι απαντήσεις έγιναν λέξεις.. Ίσως κάποια μέρα καταφέρω να τις βάλω στην σωστή σειρά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου