Κυριακή 29 Απριλίου 2012

The path of the sun

  Από μικρή είχα την εντύπωση πως τα χαμόγελα έχουν χρώμα και είναι κίτρινα. Δεν ξέρω πως μου ερχόταν, ήμουν μικρή, βλέπεις. Όμως κάθε φορά που κάποιος χαμογελούσε, στο μυαλό μου ξεπετάγονταν κίτρινες εικόνες, κίτρινες λέξεις, κίτρινοι ήχοι. Κίτρινο ανοιχτό, κίτρινο σκούρο, κίτρινο χαρούμενο, κίτρινο θλιμμένο.
  Είναι μικρές στιγμιαίες ηλιαχτίδες που μας τις χάρισε ο ήλιος και τώρα τις ζητάει πίσω για να μας στείλει καινούριες, πιο ζωηρές και αθώες. Μέσα απ' αυτές ζει, μέσα απ' αυτές λάμπει. Χωρίς εκείνες τις ηλιαχτίδες ο ήλιος αρρωσταίνει, σβήνει, χάνεται. Γι αυτό χαμογελάμε πιο πολύ όταν έχει ήλιο-ή μάλλον εκείνος γεννιέται όταν εμείς χαμογελάμε.
  Και όταν δεν έχει ήλιο χαμογελάμε. Τότε, χαμογελάμε για να ξεγελάμε τους εαυτούς μας και να νιώθουμε πως εκείνος είναι πάντα μαζί μας, είναι δίπλα μας, είναι το στήριγμά μας σε κάθε δύσκολο και ασταθές βήμα μας, σε κάθε σκοτάδι. Μας δίνει δύναμη ή έστω την αφορμή για να γίνουμε δυνατοί, έστω για λίγο.
  Υπάρχουν άραγε άνθρωποι που δεν χαμογελάνε; Ίσως υπάρχουν. Είναι εκείνοι που τους πρόδωσε ο ήλιος τους και έπαψαν να τον κρατάνε στη ζωή με τα χαμόγελά τους, σαν να τον εκδικούνται. Περίεργο. Πώς μπορεί να σε προδώσει ο ήλιος σου; Πώς μπορείς να εκδικηθείς τον οδηγό των ονείρων σου; Ίσως δεν φταις εσύ, ούτε εκείνος. Πώς μπόρεσαν..;
  Είναι και εκείνοι που τους οδήγησε το φεγγάρι. Εκείνοι που δεν ακολούθησαν τον ήλιο, είτε γιατί τον αμφισβήτησαν, είτε γιατί πίστεψαν περισσότερο στα αστέρια. Ταξιδιώτες της νύχτας, μυστηριώδεις ονειροπόλοι, ίσως λίγο χαμένοι, ποιητές. Τους έκριναν, τους φοβήθηκαν, τους παρεξήγησαν.
  Είναι και εκείνοι που πρόδωσαν τον ήλιο τους και τώρα ζουν μια για πάντα στο σκοτάδι που έχτισαν με τις παλάμες και τα κενά μάτια τους. Εκείνοι που θέλουν να σβήσουν και τον δικό σου. Σε εκείνους δεν αξίζει κανείς ήλιος. Τον πρόδωσαν και τώρα τους εκδικείται. Όμως και πάλι, πώς μπορεί να εκδικείται ο ήλιος;
  Ίσως δεν λέγεται εκδίκηση. Αλλά δεν ξέρω και πολλές λέξεις για να το περιγράψω. Άλλωστε, δεν υπάρχουν τόσες λέξεις για να περιγράψεις τον ήλιο. Αυτό που ξέρω όμως καλά είναι πως του χρωστάμε πολλά χαμόγελα αυτού του ήλιου. Του χρωστάμε πάρα πολλά χαμόγελα. Τι περιμένουμε λοιπόν;


Χαμόγελο, μια κίτρινη γιορτή
γέρνει προς το φως
στου ήλιου την ακτή
και σε τυφλωνει.
Θα χαθείς, θα κρυφτείς,
με του αφρού το χρώμα θα βαφτείς
και θα γευτείς τα αγγίγματα
απ' του ουρανού τη σκόνη.

*Μην φοβάσαι να γιορτάσεις.*

Τετάρτη 25 Απριλίου 2012

Don't be afraid of fear

Δεν ξέρω τίποτα πια. Δεν ξέρω τι θέλω ή τι πρέπει να θέλω -αν μπορεί να τοποθετηθεί η λέξη "πρέπει" μπροστά απ' τη λέξη "θέλω". Το μόνο που ξέρω είναι αυτό: ΔΕΝ ΜΟΥ ΑΡΕΣΕΙ ΤΙΠΟΤΑ. Δεν μου αρέσει η ζωή που υποτίθεται πως πρέπει να ζήσω χωρίς να περιέχει δικές μου επιλογές, δεν μου αρέσει η πόλη όπου κατοικώ, δεν μου αρέσουν τα αυτοκίνητα, ο θόρυβος, οι καυγάδες, το σχολείο, τα παγωμένα θρανία της τάξης, ο μουτζουρωμένος πίνακας, δεν μου αρέσουν τα όνειρα που πρέπει να έχω. Δεν είναι δικά μου, είναι ξένα. Δεν θα μεγαλώσω, δεν θα ζήσω και δεν θα πεθάνω με τα όνειρα κάποιου άλλου!

Και ποιος είναι αυτός ο άλλος;

Ποιος είσαι; Ποιος είσαι εσύ, εσύ και εσύ που μπορείς να ελέγχεις τη ζωή μου; Ποιος σε έκανε να πιστεύεις ότι θα ελέγχεις τη ζωή μου; Δηλαδή τι; Θα πεθάνω και θα λες ότι με σκότωσες; Θα ζήσω και θα λες ότι με έσωσες; ΝΟΜΊΖΕΙΣ ΡΕ. ΔΕΝ ΜΕ ΕΛΕΓΧΕΙΣ. ΔΕΝ ΜΕ ΕΛΕΓΧΕΙ ΚΑΝΕΙΣ. ΕΙΔΙΚΑ ΕΣΥ. ΟΤΙ ΚΙ ΑΝ ΕΙΣΑΙ.

ΤΙ ΚΙ ΑΝ ΕΊΣΑΙ ΆΝΘΡΩΠΟΣ, ΟΥΡΑΝΌΣ, ΦΩΤΙΆ, ΤΣΙΓΆΡΟ, ΝΑΡΚΩΤΙΚΌ, ΤΙ ΚΙ ΑΝ ΕΊΣΑΙ ΦΑΓΗΤΌ, ΑΡΡΏΣΤΕΙΑ, ΦΌΒΟΣ, ΑΜΦΙΒΟΛΊΑ, ΠΌΝΟΣ, ΔΕΝ ΜΕ ΕΛΈΓΧΕΙΣ! ΕΓΩ ΕΛΈΓΧΩ ΤΗ ΖΩΉ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΣΥΝΑΙΣΘΉΜΑΤΆ ΜΟΥ. ΕΓΏ ΕΛΈΓΧΩ ΤΙΣ ΣΚΈΨΕΙΣ ΜΟΥ, ΕΓΏ ΕΛΈΓΧΩ ΤΑ ΌΝΕΙΡΆ ΜΟΥ, ΕΓΏ ΕΛΈΓΧΩ ΤΟΥΣ ΦΌΒΟΥΣ ΜΟΥ! ΚΑΙ ΔΕΝ ΥΠΆΡΧΟΥΝ ΦΌΒΟΙ ΠΙΑ!

Έτσι είναι! Δεν φοβάμαι πια! Δεν φοβάμαι τίποτα, ούτε ελπίζω πια, δεν υπάρχουν ελπίδες διότι όλα είναι στα χέρια μας, στα μάτια μας, στο άγγιγμά σου, στα ίχνη που αφήνεις με τα βήματά σου, στις λέξεις που κρύβεις μέσα σου και τις σπρώχνεις πιο μέσα, πιο βαθιά, τις πνίγεις. Τις πνίγεις γιατί τις φοβάσαι! Όχι, όχι, δεν τις φοβάσαι. ΕΚΕΊΝΟΙ ΤΙΣ ΦΟΒΟΎΝΤΑΙ ΚΑΙ ΣΕ ΈΚΑΝΑΝ ΝΑ ΠΙΣΤΈΨΕΙΣ ΠΩΣ ΤΙΣ ΦΟΒΆΣΑΙ ΚΙ ΕΣΎ, ΔΕΝ ΈΧΕΙΣ ΝΑ ΦΟΒΗΘΕΊΣ ΤΊΠΟΤΑ, ΆΝΟΙΞΕ ΤΟ ΣΤΌΜΑ ΣΟΥ, ΔΏΣΕ ΤΟ ΣΉΜΑ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΆ ΣΟΥ ΚΑΙ ΞΕΚΊΝΑ ΝΑ ΞΕΡΝΆΣ ΌΛΕΣ ΕΚΕΊΝΕΣ ΤΙΣ ΛΈΞΕΙΣ ΠΟΥ ΈΘΑΨΕΣ ΜΈΣΑ ΣΟΥ, ΒΓΆΛΕ ΤΙΣ ΌΣΟ ΈΞΩ ΓΊΝΕΤΑΙ.

Ο ουρανός ρε! Ο ουρανός είναι στα χέρια σου και να τον κρατάς σφιχτά, να τον προσέχεις και να τον αγαπάς. Να τον αγαπάς περισσότερο απ' τις σημαίες, περισσότερο απ' τις χρωματιστές γραμμές και τα σύνορα που βάλανε γύρω απ' τις ιδέες, περισσότερο απ' τη φήμη σου, τη δημοσιότητα, τη δόξα, περισσότερο απ' το χρήμα ρε, περισσότερο απ' τον υπολογιστή σου, να τον αγαπάς όσο αγαπάς το καλοκαίρι.

ΕΊΝΑΙ Ο ΚΌΣΜΟΣ ΣΟΥ, ΕΊΝΑΙ ΤΟ ΣΠΊΤΙ ΣΟΥ, ΕΊΝΑΙ Ο ΔΡΌΜΟΣ ΣΟΥ!

Δεν θα τον βάψουμε γαλάζιο! Δεν το βλέπεις; Είναι γαλάζιος! Αυτό το γκρι που σε καίει δεν είναι το χρώμα του, είναι ένα παλιό σεντόνι, ένα κουρέλι που έδεσαν γύρω απ' τα μάτια σου για να μην βγάλουν φτερά και πετάξουν και τους λιώσεις. Σε έκαναν να υποκλίνεσαι στην ελπίδα, να αρκείσαι σε εκείνη! Στην γνώρισαν, την ερωτεύτηκες και μετά στην πήραν πίσω κάνοντάς σε να πιστέψεις πως είναι σημαντική, πως την χρειάζεσαι επειδή στην έκλεψαν εκείνοι. ΞΎΠΝΑ. ΔΕΝ ΧΡΕΙΆΖΕΣΑΙ ΤΗΝ ΕΛΠΊΔΑ, Η ΕΛΠΊΔΑ ΣΕ ΣΚΟΤΏΝΕΙ. ΑΡΓΆ ΚΑΙ ΑΝΏΔΥΝΑ, ΑΛΛΆ ΣΕ ΣΚΟΤΏΝΕΙ. ΜΌΝΟ ΤΟΝ ΉΛΙΟ, ΤΑ ΌΝΕΙΡΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΓΆΠΗ! ΑΥΤΆ ΘΈΛΟΥΝ ΝΑ ΣΟΥ ΚΛΈΨΟΥΝ, ΜΗΝ ΤΟΥΣ ΑΦΉΣΕΙΣ!

Τα όνειρά σου;

Ο κόσμος σου είναι άρρωστος, τα όνειρά σου κατοικούν εκεί και πρέπει να κάνεις κάτι, δεν το βλέπεις; Τόσο πολύ σε τυφλώσανε; Εκείνοι αργοπεθαίνουν, εσύ νιώθεις τον πόνο.


ΚΑΙ ΌΣΟ ΓΙΑ ΣΈΝΑ..

Άρρωστη ετοιμοθάνατη μορφή, για πες.. για πες μου..

Ξέρεις τι είναι μίσος; Έχεις νιώσει μίσος; Ή δεν έχεις νιώσει καν αγάπη; Πρόλαβες να νιώσεις αγάπη πριν το μίσος; Πρόλαβες ρε καταδικασμένη σκιά; Τι είναι αγάπη, ώστε δεν ξέρεις, ε;

Η αγάπη υπάρχει, ζει. Εγώ που έμαθα κι ένιωσα την αγάπη ξέρω πως το μίσος είναι ο μεγαλύτερος πόνος. Δεν πονάει μόνο να σε μισούν, αλλά και να μισείς. Δεν πονάει μόνο να σε πληγώνουν, αλλά και να πληγώνεις. Μα τι να ξέρεις εσύ, είσαι απλά μια προγραμματισμένη μεταλλική μάζα με σάπια σάρκα γύρω σου! Σπάω το κεφάλι σου και βρωμάς μέταλλο και πλαστελίνη, δεν θέλω να σε βλέπω μπροστά μου.

ΔΕΝ ΣΕ ΘΈΛΩ ΣΤΟΝ ΚΌΣΜΟ ΜΟΥ.
ΣΤΟΝ ΚΌΣΜΟ ΜΟΥ..ΣΤΟΝ ΚΌΣΜΟ ΜΟΥ..

Αν υπάρχει αυτός ο κόσμος ακόμη και δεν έχει σβήσει πια στις παλάμες αυτών που περιόρισαν τους τρελούς και τράφηκαν με σάρκα και κόκαλα.
Τερατόμορφοι άνθρωποι;
..ή ανθρωπόμορφα τέρατα;


*φοβάμαι να παρατήσω τα όνειρά μου.

Τρίτη 24 Απριλίου 2012

Ελευθερία είναι να είσαι άλογο και να τρέχεις στη θάλασσα, με τα μόνα πέταλα στο κορμί σου, να είναι τα πέταλα της παπαρούνας.

Ελευθερία είναι να είσαι αόρατος αετός που πετάει περνώντας μέσα από τα σύρματα των φυλακισμένων χωραφιών και των καλωδιωμένων δέντρων.

Ελευθερία είναι να είσαι μυρμήγκι που το πατάει ο βράχος υπεροπτικός, υποτιμητικός, γεμάτος ειρωνεία και πληγώνεται.

Ελευθερία είναι να είσαι κόκκος της άμμου που αλλάζει λιμάνια και στεριές, με συνταξιδιώτες τα κύματα και προορισμό το «κάπου», το «αλλού».. Το «κάπου αλλού».

Ελευθερία είναι να είσαι άνθρωπος, Ίκαρος που πετάει πιο πάνω απ’ τον ήλιο με λιωμένα τα φτερά και χλευάζει τη θάλασσα που δεν τον φτάνει το μάτι της.


Πώς να σπάσεις το γυαλί και να φύγεις μακριά
αφού δεν έμαθες ποτέ σου να πετάς;
Πώς να λιώσεις τη σιωπή και να βγεις απ' τη φυλακή 
αφού μια ζωή με αγγέλους πολεμάς;

Πότε θα χαμογελάς δίχως να 'χεις ενοχές 
όταν ξέρεις πως σε πτώματα πατήσαν;
Στο φιλί της μοναξιάς μεθυσμένος με κοιτάς
ξέρω πια, ράγισες και σε μισήσαν

Δεν ξέρω στην αγάπη νεκρός γιατί να νιώθεις
δεν ξέρω αν στα αλήθεια αγαπάς
Θα σπάσω τη συνήθεια, θα ξεθάψω την αλήθεια,
θα μάθω αν γελάς όταν γελάς..

Στις άκρες των χειλιών σου χαράξανε προτάσεις
που μια ζωή μαζί θα κουβαλάς
Σου κλείσανε τα αυτιά, τα πετάξαν στα σκυλιά
και σου 'μαθαν απλά πώς να σιωπάς

Στα μάτια σου κρυφτήκαν υγρές αλήθειες χίλιες
που ποτέ σου δεν ερμήνευσες σωστά
Θα μάθουν να μιλάνε, θα πάψουν να κοιτάνε
και θα χαθούν ξανά στο πουθενά..

Δεν ξέρω μες στον πόνο ζωή γιατί να νιώθεις
μα ξέρω δε ζεις αν δεν αγαπάς
Θα κάψω το σκοτάδι, θα σβήσω το σημάδι,
θα πάψεις να πονάς όταν γελάς..




*I am an asphalt flower breaking free
but you keep stopping me
Release me,
Release me

Σάββατο 21 Απριλίου 2012

Ηλιαχτίδες και όνειρα.. Ηλιαχτίδες, όχι ελπίδες. Όνειρα, όχι φιλοδοξίες.


  Νιώθω πως πατάω ξανά στα πόδια μου, έστω στις άκρες των δαχτύλων μου. Ήρθε πάλι το φως, μια ηλιαχτίδα. Σαν να έσβησαν οι σκοτεινές μου σκέψεις και τις λιώνω. Τις πιάνω με τα γυμνά μου χέρια και τις σφίγγω μέχρι να ματώσω και να πνιγούν στο καθαρό μου αίμα. Νιώθω αγνή, άθικτη. Δεν με άγγιξε ποτέ ο φόβος, ποτέ ο καιρός. Ήταν όλα μαύρα. Ίσως και λίγο γκρι, τελικά. Ποντάρω σε αυτόν, τον γκρίζο ουρανό, σαν καταδικασμένος πόνος. Θα τον αλλάξω. Μεγάλο το τίμημα που πληρώνουμε γι αυτόν τον γαλάζιο ουρανό που είναι τώρα γκρίζος. Θα το αλλάξω. Οι μέρες πέρασαν σαν τρένο που πετάει με μανία και ήμουν οι ράγες. Θα τις αλλάξω. Σου είπα θα σκοτώσω το γκρι του ουρανού μας και θα τον ζωντανέψω ξανά, σου είπα θα γεννηθώ ουράνιο τόξο. Γέλασες, χλευάστηκες. Θα σε αλλάξω. Ήμουν απλά μια νεκρή σκιά με ζεστά κινούμενα πόδια, ήμουν νόμιζα αρχιστράτηγος του πεδίου και μου υποκλίνονταν οι στολές, μα με κούρδιζαν. Ναι, με κούρδιζαν, κύριε Ζωντανέ Ελεύθερε. Μου ‘μαθαν την επιβίωση, μου ‘κρυψαν τη ζωή. Μου μίλησαν για πόνο, φθόνο, φόνο, μα για Αγάπη ήμουν νεκρός, κενός, εαυτός. Πώς ήμουν νεκρός; Ή δεν ήμουν ποτέ, ή κι οι νεκροί έχουν τρίχωμα που ορθώνεται στο κάλεσμά Της. 

Κι έτσι αθόρυβα, ήρθε ένα πρωί που δεν ήμουν νεκρή πια. 

Δευτέρα 16 Απριλίου 2012

Βαλσαμωμένη ελπίδα


  Πάλι χορεύουν οι μέρες γύρω μου. Πάλι οι νύχτες με αποφεύγουν. Στέκομαι στο άψυχο και ψυχρό δωμάτιο και νοσταλγώ το σήμερα. Το αύριο, ανάμνηση του χθες, ξεχασμένη. Κοιτάζω τα χαμογελαστά πρόσωπά τους και αναρωτιέμαι, δεν καταλαβαίνω. Πώς είναι δυνατόν να μην το είδαν; Πώς είναι δυνατόν να μην το ένιωσαν; Πως ο ήλιος πάγωσε και το φεγγάρι λιώνει.. Κι εσύ δεν άκουσες τις πεταλούδες να ουρλιάζουν. «Κοίτα, ζωγράφισα την ελπίδα!», μου είπες και το χαμόγελο των ματιών σου άστραψε. Όμως η κόλλα σου ήταν κενή, διάφανη. Αμέσως σκοτείνιασες. «Μα, δεν καταλαβαίνω..», ψιθύρισες κι έφυγες. Έτρεξα, σε κυνήγησα, προσπάθησα να σε σταματήσω. Να σου πω πως ο ήλιος πάγωσε και το φεγγάρι λιώνει, όμως με κοίταξες κι εσύ με αυτό το βλέμμα. Μου είπες να μην φοβάμαι. Να μην φοβάμαι.. Όμως εγώ είχα δει.. Είχα δει.. Εσύ δεν είχες δει.. τους πειρατές να ονειρεύονται και τους δράκους να δακρύζουν..

Κυριακή 15 Απριλίου 2012

Στοιχειωμένο μυαλό


    Νιώθω πως είμαι στην αρχή, όμως όλα θυμίζουν τέλος. Ο άνεμος παίζει τη μουσική του και οι σταγόνες της βροχής χορεύουν στον ρυθμό της. Περπατάω ξυπόλητη στο βρεγμένο χώμα φορώντας τα συναισθήματά μου και κρατώντας το τελευταίο τριαντάφυλλο του παραδείσου. Του παραδείσου που δεν γνώρισα ποτέ, δεν πρόλαβα. Είναι αρχές φθινοπώρου. Μυρίζει χειμώνας. Τα λουλούδια ανθίζουν και τα τζιτζίκια παραμιλάνε τα τραγούδια τους για τελευταία φορά. Δεν τραγουδάνε. Ούτε τα πουλιά τραγουδάνε. Ούτε εσύ. Δεν τα κατάφερες, το ξέρεις; Έχασες, το ξέρεις; Είσαι νεκρός, το νιώθεις; Είσαι διάφανος. Περνάς μέσα απ’ τα χαμόγελά τους και χάνεσαι, δεν υπάρχεις πλέον. Ούτε αυτοί υπάρχουν, όμως εσύ το ξέρεις. Και να, τα πουλιά σωπαίνουν. Και να, τα λουλούδια μαραίνονται. Και να, ο ουρανός ξεψυχά μαζί σου. Το κλάμα ενός ηλικιωμένου άντρα διαπερνά την απέραντη σιωπή του σκοτεινού κενού. Κι εγώ, εκεί στο τέλος του γκρεμού, σκέφτομαι εσένα. «Σε μισώ. Σε μισώ, γιατί σε λάτρεψα.» Νιώθω πως είμαι στην αρχή, όμως όλα θυμίζουν τέλος. Ένα ατελείωτο τέλος..

Δευτέρα 2 Απριλίου 2012

When will my reflection show who I am inside?

  Όλα τα μάτια έχουν το χρώμα της θάλασσας. Είτε είναι γαλάζια, είτε μελί, είτε μαύρα. Δυο χαριτωμένες αμυγδαλωτές χιονονιφάδες που δεν αντιστάθηκαν σε εκείνη, χάθηκαν μέσα της και ανακατεύτηκαν με τα ποικίλα χρώματα που κρύβει στο βυθό της.
  Κάποια πάλεψαν, βγήκαν μια για πάντα στην επιφάνεια και έμεναν εκεί να τα αγναντεύεις. Δεν άντεξαν στο βυθό ή δεν έζησαν ποτέ εκεί, πάντα ανοιχτά στον ήλιο, ναι, στην επιφάνεια βγήκαν εκείνα τα μάτια που ποθούσαν τον ήλιο. Ξέγνοιαστα, παίζουν συνεχώς με τα κύματα και αλλάζουν ολημερίς λιμάνια. Εύκολο να τα δεις, εύκολο να τα αγγίξεις. Μα ακόμη πιο εύκολο να σε ξεχάσουν.
  Υπάρχουν όμως κι εκείνα που δεν γλίτωσαν ποτέ το σκοτάδι, εκείνα που δεν αντίκρισαν τον ήλιο.. Εκείνα που έμειναν μια για πάντα στο βυθό, στο σκοτάδι, στην αδρανή γωνιά της θάλασσας. Δεν ανοίχτηκαν ποτέ, δεν έπαιξαν με τα κύματα, δεν βρήκαν ποτέ λιμάνι. Φοβούνται, τρέμουν τον ήλιο.
  Αυτά τα μάτια δεν τα κοιτάς ποτέ, είναι γεννημένα στα χαμηλά, βυθισμένα βλέμματα των άγνωστων περαστικών της πόλης. Δύσκολο να τα δεις, δύσκολο να τα αγγίξεις. Μα ακόμη πιο δύσκολο να τα ξεχάσεις. Είναι οι θάλασσες που δεν θα ασχοληθείς να εξερευνήσεις, εκείνες που δεν θα ταξιδέψεις. Οι θάλασσες που δεν θα επιθυμήσεις να ρίξεις άγκυρα.
  Άλλωστε ποιος να ταξιδέψει στον βυθό όταν μπορεί να παίξει στην επιφάνεια ξέγνοιαστος με τα τσαχπίνικα ηλιόλουστα κύματα; Ποιος θα επιλέξει να ρίξει πιο βαθιά την άγκυρα, να φτάσει εκεί που τα πράγματα μοιάζουν να αγριεύουν;
  Εμένα αυτό που μου έμαθε η θάλασσα είναι πως τα άγρια κύματα και τις φουρτούνες τις συναντάς μόνο στην επιφάνεια. Υπάρχει απεριόριστη ομορφιά και πολλά παιχνίδια χρωμάτων στο βάθος. Ο βυθός είναι όμορφος. Πολλές φορές τρομακτικός. Πάντα.
  Η επιφάνεια όντως σε διασκεδάζει, παίζει μαζί σου. Ο βυθός σου μαθαίνει πολλά. Μαθαίνοντας πράγματα για το βυθό σιγά σιγά ανακαλύπτεις και πράγματα για τον εαυτό σου. Μέχρι να μην μπορείς να αναπνεύσεις πια και αντί να χαθείς μαζί του, να αφήνεσαι και να ξαναγυρίζεις στην ρηχή επιφάνεια. Όμως είσαι ο βυθός σου και αυτό δεν αλλάζει όσο κι αν ταράξεις τη θάλασσά σου με κύματα.
  Έτσι, λοιπόν, προσπάθησα μια φορά, αντί να χάνομαι στα μάτια των περαστικών και να προσπαθώ να διαβάσω τι λέει η δική τους θάλασσα, να χαθώ στα δικά μου μάτια. Να καταλάβω τι είναι, τι είμαι.
  Στάθηκα μπροστά απ' τον καθρέφτη και κοιτούσα μέσα του. Όμως μου φάνηκε αστείο. Πώς θα μπορούσε ένα γυαλί να διαβάσει τη θάλασσά μου; Ένα απλό γυαλί, πώς θα μπορούσε; Μάταιο. Παρ'όλα αυτά, κοιτούσα και ξανά κοιτούσα. Έψαχνα να βρω ίχνη ψυχής μέσα στην άψυχη ύλη. Προσπάθησα να καταλάβω τι μου λένε, τι είναι αυτό που φωνάζουν στους περαστικούς, όταν η περαστική για εκείνους είμαι εγώ, χαμένη στις σκιές της πόλης.
  Ξέρεις τι, ίσως να με αποσυντόνιζαν τα ουρλιαχτά των γλάρων και ο ήχος των κυμάτων που σκάνε πάνω στους βράχους.  Ίσως τρόμαξα και δεν ήθελα να μάθω την αλήθεια. Δεν ήθελα να ξέρω εάν αυτό που βλέπω είναι ο βυθός μου ή απλά μια ακόμη επιφάνεια. Δεν ήξερα εάν έβλεπα το είναι ή το φαίνεσθαι. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι οι αλμυρές σταγόνες βροχής που ακολούθησαν..