Όλα τα μάτια έχουν το χρώμα της θάλασσας. Είτε είναι γαλάζια, είτε μελί, είτε μαύρα. Δυο χαριτωμένες αμυγδαλωτές χιονονιφάδες που δεν αντιστάθηκαν σε εκείνη, χάθηκαν μέσα της και ανακατεύτηκαν με τα ποικίλα χρώματα που κρύβει στο βυθό της.
Κάποια πάλεψαν, βγήκαν μια για πάντα στην επιφάνεια και έμεναν εκεί να τα αγναντεύεις. Δεν άντεξαν στο βυθό ή δεν έζησαν ποτέ εκεί, πάντα ανοιχτά στον ήλιο, ναι, στην επιφάνεια βγήκαν εκείνα τα μάτια που ποθούσαν τον ήλιο. Ξέγνοιαστα, παίζουν συνεχώς με τα κύματα και αλλάζουν ολημερίς λιμάνια. Εύκολο να τα δεις, εύκολο να τα αγγίξεις. Μα ακόμη πιο εύκολο να σε ξεχάσουν.
Υπάρχουν όμως κι εκείνα που δεν γλίτωσαν ποτέ το σκοτάδι, εκείνα που δεν αντίκρισαν τον ήλιο.. Εκείνα που έμειναν μια για πάντα στο βυθό, στο σκοτάδι, στην αδρανή γωνιά της θάλασσας. Δεν ανοίχτηκαν ποτέ, δεν έπαιξαν με τα κύματα, δεν βρήκαν ποτέ λιμάνι. Φοβούνται, τρέμουν τον ήλιο.
Αυτά τα μάτια δεν τα κοιτάς ποτέ, είναι γεννημένα στα χαμηλά, βυθισμένα βλέμματα των άγνωστων περαστικών της πόλης. Δύσκολο να τα δεις, δύσκολο να τα αγγίξεις. Μα ακόμη πιο δύσκολο να τα ξεχάσεις. Είναι οι θάλασσες που δεν θα ασχοληθείς να εξερευνήσεις, εκείνες που δεν θα ταξιδέψεις. Οι θάλασσες που δεν θα επιθυμήσεις να ρίξεις άγκυρα.
Άλλωστε ποιος να ταξιδέψει στον βυθό όταν μπορεί να παίξει στην επιφάνεια ξέγνοιαστος με τα τσαχπίνικα ηλιόλουστα κύματα; Ποιος θα επιλέξει να ρίξει πιο βαθιά την άγκυρα, να φτάσει εκεί που τα πράγματα μοιάζουν να αγριεύουν;
Εμένα αυτό που μου έμαθε η θάλασσα είναι πως τα άγρια κύματα και τις φουρτούνες τις συναντάς μόνο στην επιφάνεια. Υπάρχει απεριόριστη ομορφιά και πολλά παιχνίδια χρωμάτων στο βάθος. Ο βυθός είναι όμορφος. Πολλές φορές τρομακτικός. Πάντα.
Η επιφάνεια όντως σε διασκεδάζει, παίζει μαζί σου. Ο βυθός σου μαθαίνει πολλά. Μαθαίνοντας πράγματα για το βυθό σιγά σιγά ανακαλύπτεις και πράγματα για τον εαυτό σου. Μέχρι να μην μπορείς να αναπνεύσεις πια και αντί να χαθείς μαζί του, να αφήνεσαι και να ξαναγυρίζεις στην ρηχή επιφάνεια. Όμως είσαι ο βυθός σου και αυτό δεν αλλάζει όσο κι αν ταράξεις τη θάλασσά σου με κύματα.
Έτσι, λοιπόν, προσπάθησα μια φορά, αντί να χάνομαι στα μάτια των περαστικών και να προσπαθώ να διαβάσω τι λέει η δική τους θάλασσα, να χαθώ στα δικά μου μάτια. Να καταλάβω τι είναι, τι είμαι.
Στάθηκα μπροστά απ' τον καθρέφτη και κοιτούσα μέσα του. Όμως μου φάνηκε αστείο. Πώς θα μπορούσε ένα γυαλί να διαβάσει τη θάλασσά μου; Ένα απλό γυαλί, πώς θα μπορούσε; Μάταιο. Παρ'όλα αυτά, κοιτούσα και ξανά κοιτούσα. Έψαχνα να βρω ίχνη ψυχής μέσα στην άψυχη ύλη. Προσπάθησα να καταλάβω τι μου λένε, τι είναι αυτό που φωνάζουν στους περαστικούς, όταν η περαστική για εκείνους είμαι εγώ, χαμένη στις σκιές της πόλης.
Ξέρεις τι, ίσως να με αποσυντόνιζαν τα ουρλιαχτά των γλάρων και ο ήχος των κυμάτων που σκάνε πάνω στους βράχους. Ίσως τρόμαξα και δεν ήθελα να μάθω την αλήθεια. Δεν ήθελα να ξέρω εάν αυτό που βλέπω είναι ο βυθός μου ή απλά μια ακόμη επιφάνεια. Δεν ήξερα εάν έβλεπα το είναι ή το φαίνεσθαι. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι οι αλμυρές σταγόνες βροχής που ακολούθησαν..
Κάποια πάλεψαν, βγήκαν μια για πάντα στην επιφάνεια και έμεναν εκεί να τα αγναντεύεις. Δεν άντεξαν στο βυθό ή δεν έζησαν ποτέ εκεί, πάντα ανοιχτά στον ήλιο, ναι, στην επιφάνεια βγήκαν εκείνα τα μάτια που ποθούσαν τον ήλιο. Ξέγνοιαστα, παίζουν συνεχώς με τα κύματα και αλλάζουν ολημερίς λιμάνια. Εύκολο να τα δεις, εύκολο να τα αγγίξεις. Μα ακόμη πιο εύκολο να σε ξεχάσουν.
Υπάρχουν όμως κι εκείνα που δεν γλίτωσαν ποτέ το σκοτάδι, εκείνα που δεν αντίκρισαν τον ήλιο.. Εκείνα που έμειναν μια για πάντα στο βυθό, στο σκοτάδι, στην αδρανή γωνιά της θάλασσας. Δεν ανοίχτηκαν ποτέ, δεν έπαιξαν με τα κύματα, δεν βρήκαν ποτέ λιμάνι. Φοβούνται, τρέμουν τον ήλιο.
Αυτά τα μάτια δεν τα κοιτάς ποτέ, είναι γεννημένα στα χαμηλά, βυθισμένα βλέμματα των άγνωστων περαστικών της πόλης. Δύσκολο να τα δεις, δύσκολο να τα αγγίξεις. Μα ακόμη πιο δύσκολο να τα ξεχάσεις. Είναι οι θάλασσες που δεν θα ασχοληθείς να εξερευνήσεις, εκείνες που δεν θα ταξιδέψεις. Οι θάλασσες που δεν θα επιθυμήσεις να ρίξεις άγκυρα.
Άλλωστε ποιος να ταξιδέψει στον βυθό όταν μπορεί να παίξει στην επιφάνεια ξέγνοιαστος με τα τσαχπίνικα ηλιόλουστα κύματα; Ποιος θα επιλέξει να ρίξει πιο βαθιά την άγκυρα, να φτάσει εκεί που τα πράγματα μοιάζουν να αγριεύουν;
Εμένα αυτό που μου έμαθε η θάλασσα είναι πως τα άγρια κύματα και τις φουρτούνες τις συναντάς μόνο στην επιφάνεια. Υπάρχει απεριόριστη ομορφιά και πολλά παιχνίδια χρωμάτων στο βάθος. Ο βυθός είναι όμορφος. Πολλές φορές τρομακτικός. Πάντα.
Η επιφάνεια όντως σε διασκεδάζει, παίζει μαζί σου. Ο βυθός σου μαθαίνει πολλά. Μαθαίνοντας πράγματα για το βυθό σιγά σιγά ανακαλύπτεις και πράγματα για τον εαυτό σου. Μέχρι να μην μπορείς να αναπνεύσεις πια και αντί να χαθείς μαζί του, να αφήνεσαι και να ξαναγυρίζεις στην ρηχή επιφάνεια. Όμως είσαι ο βυθός σου και αυτό δεν αλλάζει όσο κι αν ταράξεις τη θάλασσά σου με κύματα.
Έτσι, λοιπόν, προσπάθησα μια φορά, αντί να χάνομαι στα μάτια των περαστικών και να προσπαθώ να διαβάσω τι λέει η δική τους θάλασσα, να χαθώ στα δικά μου μάτια. Να καταλάβω τι είναι, τι είμαι.
Στάθηκα μπροστά απ' τον καθρέφτη και κοιτούσα μέσα του. Όμως μου φάνηκε αστείο. Πώς θα μπορούσε ένα γυαλί να διαβάσει τη θάλασσά μου; Ένα απλό γυαλί, πώς θα μπορούσε; Μάταιο. Παρ'όλα αυτά, κοιτούσα και ξανά κοιτούσα. Έψαχνα να βρω ίχνη ψυχής μέσα στην άψυχη ύλη. Προσπάθησα να καταλάβω τι μου λένε, τι είναι αυτό που φωνάζουν στους περαστικούς, όταν η περαστική για εκείνους είμαι εγώ, χαμένη στις σκιές της πόλης.
Ξέρεις τι, ίσως να με αποσυντόνιζαν τα ουρλιαχτά των γλάρων και ο ήχος των κυμάτων που σκάνε πάνω στους βράχους. Ίσως τρόμαξα και δεν ήθελα να μάθω την αλήθεια. Δεν ήθελα να ξέρω εάν αυτό που βλέπω είναι ο βυθός μου ή απλά μια ακόμη επιφάνεια. Δεν ήξερα εάν έβλεπα το είναι ή το φαίνεσθαι. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι οι αλμυρές σταγόνες βροχής που ακολούθησαν..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου