Τρίτη 24 Ιουλίου 2012

Wish I had no shadow like this

  Ποτέ δεν ξέρεις από που θα σου έρθει. Η προσγείωση στην πραγματικότητα είναι πάντα η πιο ανώμαλη και με πολλές αναταράξεις. Στο τέλος, πάντα η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη και οι επιζώντες μετρημένοι στα δάχτυλα. Αν είσαι εσύ ένας απ' αυτούς, το τραύμα θα σε κυνηγάει πάντα και τα σημάδια δε θα σβήσουν παρά μόνο θα καλύβονται με μεταξωτά υφάσματα και μπογιές.
  Έτσι, λοιπόν, προσγειώθηκα κι εγώ. Καταραμένη πραγματικότητα.. Την απεχθάνομαι και την εκτιμάω ταυτόχρονα. Είμαι επιζώντας όμως, ήμουν σίγουρη, το ήξερα απ' την αρχή ότι θα επιζήσω, είμαι πιο δυνατή απ' όσο νόμιζα κι απ' όσο προσπαθούσα πάντα να αποδείξω στον εαυτό μου. Τώρα, τον έχω κι αυτόν και μ' έσωσε.
  Και τραύματα έμειναν, όμως οι πληγές είναι ακόμη ανοιχτές, δεν έχουν περάσει πολλές ώρες απ' την προσγείωσή μου, άλλωστε. Πίστευα πως είχα πολλά κι όμως κατέληξα να μετράω λίγα δικά μου. Μα, δεν πειράζει, δε μ' ενοχλεί.
  Μόνο την υποκρισία δεν αντέχω. Αλλά σ' αυτό φταίω και 'γω που λατρεύω και πιστεύω στα παραμύθια και θα 'θελα να ζω μέσα σ' ένα κι ας είχε και λύκους και τέρατα, θα 'μουν γοργόνα και θα τραγουδούσα. Και κάποιος θα με ξεφύλλιζε αργά, ο μεγάλος θ' αγαπούσε τους λύκους και το παιδί θα τους έτρεμε και θα θαύμαζε τις νεράιδες και τις γοργόνες, έτσι συνέβαινε πάντα.
  Ξέρεις κάτι, δεν έφτασα μέχρι εδώ για να ξαναγυρίσω στην αρχή, σε μια άλλη αρχή ή στην ίδια. Βρήκα πολλά που είχα χάσει, κέρδισα κι άλλα που δε φανταζόμουν ποτέ ότι θα 'χα. Και είμαι καλά, απλώς βαρέθηκα να είμαι πιόνι και να προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου ότι ελέγχω τα πάντα, δε χρειάζεται τελικά.
  Όλοι λένε πως τελικά ότι αγαπάς σε πληγώνει. Μπα, δεν ισχύει. Απλώς όλοι τείνουν να πληγώνουν τους πάντες στην τελική, ακόμη κι αν δεν το 'χουν σχεδιάσει. Κι εσύ απλώς τυχαίνει να αγαπάς και κάποιους απ' αυτούς, οπότε, ναι, πληγώνεσαι.
  Δεν πειράζει που ίσως να τελειώσουν όλα. Δεν πειράζει που είμαστε βιβλία και αλλάζουμε συνεχώς σελίδες. Άλλοι διαβάζουν γρήγορα και πάνε κατευθείαν στην επόμενη κι άλλοι διαβάζουν αργά και απολαμβάνουν την κάθε λέξη ξεχωριστά. Όπως και να 'χει, όλοι τελικά καταλήγουμε να γυρνάμε στις προηγούμενες σελίδες και να ρίχνουμε κλεφτές ματιές, μήπως κάτι αφήσαμε, μήπως κάτι ξεχάσαμε ή σβήσαμε.
  Εγώ δε γυρίζω σελίδα. Απλώς θα τρέξω στην επόμενη παράγραφο και, πού ξέρεις; 

Κυριακή 15 Ιουλίου 2012

C'est une réunion avec moi-même!

Και να 'ξερες πόσες φορές έχω πέσει απ' αυτή τη γαμημένη τη σέλα.

  Μα ποτέ δεν το έβαλα κάτω, πάντα σηκωνόμουν, γελούσα και ορμούσα πάνω της ξανά και πάλι απ' την αρχή. Δε ξέρω αν η ζωή είναι μια βόλτα με ένα φιλαράκι άλογο σε λιβάδι με πράσινο, λουλούδια και πέτρες διαφόρων μεγεθών κι αγκάθια, πού και πού. Δε ξέρω, τι να ξέρω εγώ για τη ζωή; Πάντως τη δική μου διαδρομή σε αυτόν τον κόσμο, έτσι τη βλέπω.
  Αυτή είμαι εγώ, λοιπόν. Πόσο καιρό ήθελα να το πω αυτό. Δεν είμαι κάτι συγκεκριμένο, πάντα. Είμαι πολλά και διάφορα και μπλεγμένα μαζί, είμαι τουλίπα και είμαι κάκτος, είμαι στρατιώτης και είμαι ζωγράφος, είμαι κουτάβι και είμαι λύκος, είμαι ηλιαχτίδα και είμαι κεραυνός, είμαι πολύχρωμο βιβλίο που σε ταξιδεύει και είμαι στάχτη από άχρηστες παλιές εφημερίδες που κάηκαν μαζί με τα νεκρά κούτσουρα στο τζάκι ενός γεράκου, είμαι κι αυτός και οι αναμνήσεις του μαζί κι η τρέλα του νεαρού εφήβου που ξεκουράζεται μέσα σε μια κορνίζα πάνω στο κομοδίνο.
  Και αυτή είναι η ζωή μου, άγνωστε. Μια βόλτα με ένα άλογο σε ένα μεγάλο λιβάδι. Τις περισσότερες φορές αποφεύγω να τρέξω κάπου κοντά στη θάλασσα, αποφεύγω τη μορφή της, αποφεύγω τη μυρωδιά της, αποφεύγω τα πάντα σε σχέση με εκείνη. Όμως την πάω πολύ γιατί μου θυμίζει μια υπέροχη κοπέλα που καθρεφτίζεται μέσα της, μια γοργόνα που έμαθε να ζει στη στεριά. Γεννήθηκε με δυο πόδια που της πρόσφεραν πολλά κι εκείνη τα αγάπησε. Όμως συνεχίζει να καταριέται τα πόδια που της προσφέρθηκαν, παρ' όλο που τ'αγαπά και περιμένει τη μέρα που θα αποκτήσει τη δική της ουρά και θα γίνει ένα με τη θάλασσά της, τον δικό της κόσμο. Μέχρι τότε, τη βλέπω να περιπλανιέται συνεχώς στην αμμουδιά και να προσπαθεί να βρει το θάρρος να βουτήξει και να μην ξαναβγεί ποτέ έξω.

  Είναι κι εκείνη μέρος της ζωής μου. Άλλωστε τη θαυμάζω γιατί πάντα ήθελα να είμαι γοργόνα κι εγώ. Θα βρει την ουρά της κάποτε και θα την αγαπήσει πολύ.

  Το καλοκαίρι μας έχει αγκαλιάσει για τα καλά, πλέον. Είναι ίσως η εποχή που όλοι αλλάζουν, όλοι γίνονται πιο χαμογελαστοί, πιο ψεύτικοι διαφορετικοί και αντί να προσπαθήσουν να τα βρουν με τον εαυτό τους μέσα από τις διακοπές, το παιχνίδι και την ξεκούραση, μπερδεύονται ακόμη περισσότερο μπροστά από καθρέφτες και μέσα από φωτογραφίες και ψεύτικα χαμόγελα. Και όλοι οι υπόλοιποι, θύματα του αντικατοπτρισμού. Ήμουν κι εγώ ένα τέτοιο θύμα πέρυσι τέτοια εποχή, όμως αυτά πέρασαν.
  Εγώ, χωρίς καν να το έχω κανονίσει, χωρίς καν να προσπαθήσω να αφοσιωθώ, συνάντησα τον εαυτό μου σε μια γωνία της θάλασσας, πάνω σε ένα μεγάλο κύμα που έπεσε πάνω μου, με έριξε, με γέμισε με τον αφρό του και εγώ χάθηκα μέσα του. Κι εκεί με βρήκα. Και, hey, ξέρω ποια είμαι, πλέον. Πάντα ήξερα. Απλώς μπερδευόμουν γιατί όταν κοιτούσα στον καθρέφτη που δείχνει τις προσωπικότητες, εκείνος χωριζόταν στα δύο και μου έδειχνε δύο άλλες μορφές. Είμαι και οι δύο τελικά, είμαι ένα σύνολο.
  Τώρα είμαι πιο ήρεμη. Τώρα ξέρω που πατάω, τώρα ξέρω πως αφήνω διπλά ίχνη πίσω μου και πως είναι και τα δύο δικά μου, είμαι και τα δύο εγώ. Δεν προσποιούμαι, τελικά. Δεν προσποιήθηκα. Απλώς είμαι δύο μορφές, δύο ιστορίες. Και δεν τα καταφέρνω αν δεν τις έχω και τις δύο.


A
nd so, I've learnt the meaning of the
sun.

Τρίτη 19 Ιουνίου 2012

Πνοή

  Έτσι είναι. Μερικές φορές τα πράγματα δεν εξελίσσονται με τον τρόπο που θα επιθυμούσαμε εμείς. Εγώ αυτό το συνήθισα. Δε θα μας δοθεί τελικά η ευκαιρία να φτιάξουμε μαζί μια νέα αρχή, δεν ήσουν ποτέ εκεί για 'μένα, γιατί;
  Υπάρχουν στιγμές που αναρωτιέμαι σε τι έφταιξα και με κατηγόρησες. Σε πόσα έφταιξα πια και με κατηγόρησες για τα πάντα. Για τη ζωή σου, για τη ζωή μου, για τη σχέση μας, για τη σχέση των άλλων μεταξύ τους, για τις ηλιαχτίδες και τις σταγόνες της βροχής που χτυπάν το τζάμι και κάθε τους χτύπημα, μια απότομη αλλαγή στη χροιά της φωνής μας και ένα κλείσιμο της πόρτας στα μούτρα μας.
  Θα 'θελα να 'θελες να αλλάξεις τον κόσμο στα μάτια μου. Θα 'θελα να 'θελες να μου μάθεις να σ'αγαπάω τις στιγμές που σε μισώ και με διώχνεις. Θα 'θελα να 'θελες να φύγεις για να μην πονέσω άλλο. Θα 'θελα να 'θελες να σε δω αλλιώς, να 'σουν αλλιώς, για μένα. Θα 'θελα να μ'αγαπούσες λίγο παραπάνω από 'σένα, συγγνώμη που στο ζητάω αυτό, αλλά μου το χρωστάς, ξέρεις.
  Πονάει να σε χτυπάν κατευθείαν στον εγωισμό, έτσι; Το σιχάθηκα αυτό σε εσένα. Γιατί έπρεπε να υπάρχει κάτι πάνω σου που να μισώ, που να απεχθάνομαι; Δεν έπρεπε να επιτρέψεις να φτάσουμε σε αυτό το σημείο, ούτε να είμαι έτσι. Όχι, είμαι καλά. Είμαι καλύτερα από ποτέ. Θα σου πω γιατί.
  Μου έμαθες πράγματα, τελικά. Μου έμαθες να μην σε χρειάζομαι, να μην θέλω να σε χρειάζομαι. Μου έμαθες να μην εμπιστεύομαι τον άνεμο που χτυπάει στο πρόσωπό μου και να είμαι επιφυλακτική, να έχω ένα μικρό κλουβάκι γύρω μου και να με προστατεύει, αφού δεν το έκανες ποτέ εσύ. Μου έμαθες να μην πονάω από εσένα, γιατί δεν σε νιώθω πια. Μου έμαθες να κρύβομαι, ρε. Μου έμαθες και να μισώ, να κλαίω πνιχτά, να μην ακούγομαι, μου έμαθες να χαμογελάω και να αμύνομαι. Μου έμαθες να είμαι δυνατή, χωρίς εσένα.

  Αλλά, άξιζε να τα μάθω όλα αυτά; Τα χρειάζομαι, άραγε; Μου κάνουν καλό; Σε ένοιαξε ποτέ;

  Όπως και να 'χει, θα φύγεις κι εσύ. Αλλά πόσο ακόμα να φύγεις, πόσο πιο μακριά να πας; Δεν σε νιώθω ήδη εδώ. Μην με κοιτάξεις στα μάτια, μην μου πεις πόσο λυπάσαι και πόσο μετάνιωσες για όλα αυτά που έκανες. Σε μισώ ήδη αρκετά. Απλώς, μια συγγνώμη μου τη χρωστάς ρε γαμώτο. Ένα σπρώξιμο μικρό, μια ένδειξη ότι υπήρξα έστω και μια στιγμή, για λίγο, για 'σένα.

  Δεν σε συγχωρώ. 

Κυριακή 17 Ιουνίου 2012

Σε μια ψυχή που αιμοραγεί

Εγώ στο είπα ότι το επόμενο άρθρο μου θα είναι για 'σένα, μικρή:)

  Χάθηκες, η αλήθεια είναι. Χάθηκα αρκετά κι εγώ. Όμως ήταν λάθος μας να επιτρέψουμε να χαθούμε και μεταξύ μας. Ίσως πιο πολύ δικό μου λάθος, μιας και ξέρω πως περνάς δύσκολα και είσαι μπερδεμένη και χαμένη. Έπρεπε να μείνω και να επιμείνω περισσότερο, να στεκόμουν διαρκώς εκεί και να σε περίμενα, να βοηθούσα όσο μπορούσα, συγγνώμη που δεν το έκανα! Θα το αλλάξω αυτό! Θα σου ξαναπώ αυτό που σου είπα και σήμερα που μιλήσαμε επιτέλους με πεσμένες τις μάσκες.
  Είμαι εδώ. Δεν έχω φύγει! Κι αν απομακρύνθηκα, έχω επιστρέψει. Δεν είμαι μόνο εγώ, είναι πολλοί αυτοί που δεν έχουν φύγει και σε περιμένουν, περιμένουν να τελειώσει όλο αυτό που περνάς, να σε βρουν, κάπου να σε πετύχουν. Και Σ'ΑΓΑΠΆΝΕ όλοι τους! Είναι δύσκολο και για 'κείνους.
  Προχώρησαν αρκετά, πίστεψαν πως θα έπαιρνες άλλο δρόμο. Και κάπου χάθηκαν σε μια στροφή. Εκεί βρίσκονται τώρα, στη στροφή. Αν τρέξεις, θα τους προλάβεις! Ξέρω πως τα πόδια σου δεν σε υπακούν πλέον και δύσκολα εμπιστεύονται το έδαφος που πατάνε, όμως πρέπει να τα πείσεις να τρέξουν μέχρι εκεί. Βιάσου.
  Και εκεί, στη στροφή, θα βρεις όλους εκείνους που έμειναν. Γιατί όταν εσύ έφυγες, άφησες πίσω σου άτομα. Άλλα σε ακολούθησαν, άλλα έφυγαν και άλλα σε περίμεναν. Εγώ τα έκανα όλα. Προσπάθησα να σε ακολουθήσω, έμεινα, απομακρύνθηκα, έκανα να φύγω, όμως τώρα επέστρεψα και είμαι πάλι εδώ. Είμαι κι εγώ στη στροφή.
  Το ξέρω ότι δεν τους βλέπεις, έχεις χάσει πολλά ίχνη εμπιστοσύνης και νιώθεις πως δεν υπάρχει ελπίδα πια. Όμως είναι εκεί, όλοι τους. Δεν τους βλέπεις επειδή έχουν στρίψει, μα μια στροφούλα είναι που σας χωρίζει. Αν βιαστείς, σου λέω, θα προλάβεις. Όμως θα είναι δύσκολο. Είναι, όπως σου είπα, στο χέρι σου, στα μάτια σου, στην ψυχή σου, στη δύναμή σου να τα καταφέρεις. Και μην πεις πως δεν έχεις δύναμη, ακόμη κι αν αυτό πιστεύεις, ακόμη κι αν το νιώθεις, μην το πεις καν.
  Ξέρεις κάτι, μπορώ αν θες να κάνω κάτι για 'σένα αν νιώθεις πως κάθε βήμα σου θα είναι βαρύτερο απ' το προηγούμενο μέχρι αυτή τη στροφή. Αν θες, μπορώ να γυρίσω απ' τη στροφή, να τρέξω πίσω και να σε φτάσω. Να σε πιάσω, να σε πάρω στους ώμους μου και να τρέξουμε μαζί μέχρι εκεί. Είμαι εκεί τώρα, φώναξέ με, θα σ'ακούσω και θα 'ρθω. Μα, πρέπει να βιαστείς, είναι μια απόφαση, παρ'τη! Βρες το βήμα ή τη φωνή! Θα τους προλάβουμε, στο υπόσχομαι!
  Αγαπητή Μ*, μακάρι να είχα κι εγώ αυτή την ευκαιρία. Μακάρι να υπήρχε μια τέτοια στροφή και για 'μένα. Γιατί κι εγώ νιώθω την ανάγκη να φύγω, να τρέξω, να πετάξω μακριά και να τα αφήσω όλα πίσω μου. Είμαι κι εγώ μπερδεμένη, είμαι κι εγώ χαμένη, είμαι κι εγώ έτοιμη να κλειστώ στον εαυτό μου. Αλλά φοβάμαι πως αυτή η στροφή δεν θα υπάρχει για 'μένα όταν γυρίσω-κι αν υπάρχει θα είναι άδεια.
  
Έχω ένα στόχο και ένα σχέδιο για να τον καταφέρω. Θα δεις. Θα είμαι εκεί. Θα δεις.
Σε λατρεύω και μου λείπει η παρέα σου:)
Η φιλία σου, οι περίεργες φράσεις και οι φόβοι σου.
Τα τραγούδια σου,
αυτά που σε θυμίζουν, τα άκουσα σήμερα όλα.
Μου λείπει το χαμόγελό σου. 
Μας λείπει αυτό πολύ.
Εκτός από ένα στόχο τώρα έχω και μια αποστολή.
Να το ψάξω να το βρω
-κι αν στο κλέψαν να το πάρω πίσω-
Μου έμαθες πολλά, μου έδειξες πολλά, με κέρδισες.
Σειρά μου τώρα.

Α, και κάτι άλλο που ήθελα πάντα να στο πω. Μοιάζουμε:)

Τρίτη 12 Ιουνίου 2012

Some minutes before giving up

  You keep losing yourself over and over again. No one sees you. No one understands. No one's there for you. You just run away from everyone and pretend that you're just confused or tired or sad and shit, yeah, "everything will be better tomorrow". But tomorrow never comes. 
  I have never felt free for I'm always trapped inside myself. It's like myself's trying to break free of my body and my thoughts are about to jump out of my head, they're haunting me. I can't see that paradise in my eyes anymore, I'm afraid to look at the mirror, damn, it's like he's always laughing at me.
  Nobody wants to see me, everyone's gone and I'm feeling so fucking alone and unhappy. I'm always laughing out loud, so loud that nobody can hear me crying inside. Do you fucking know how it's like to wanna surrender? To wanna give everything up, to just accept your defeat and get lost in a body that doesn't belong to you anymore?
  That, little girl, is the sound of your pretending, lies, the smell of your fake smiling eyes. You've turned into a totally cunfused and depressed person, that's not you, that's them, make them leave, don't carry them inside. Stuck inside that fucking sorrow and can't run away, you just walk in the pitch dark with your eyes closed going nowhere.
  I got nothing. I got things and people that don't deserve someone like me. It's always about pain and pain and pain and pain, so much pain. I can't escape myself, I need someone to set me free, someone to look me in the eyes and truly see me. I'm screaming inside, can't you fucking hear me? 
  I'm sorry for not being around for a long time. I can't come back yet. I'm not leaving, I'm not running away, I wish I could. I'm just going for a walk. A walk to think, a walk to forget, a walk to find myself. I hope that it won't take that long.
  So, girl, what are your plans now, huh?

If I wasn't here tomorrow, would anybody care?
If my time was up I'd wanna know
you were happy I was there
If I wasn't here tomorrow, would anyone lose sleep?
If I wasn't hard and hollow
then maybe you would miss me

I know I'm a mess and I wanna be someone
someone that I'd like better

I can never forget
so don't remind me of it forever

What if I just pulled myself together?
Would it matter at all?
What if I just tried not to remember?
Would it matter at all?
All the chances that have passed me by
Would it matter if I gave it
one more try?
Would it matter at all?

Can you help me forget? Don't wanna feel like this forever

Δευτέρα 11 Ιουνίου 2012

My whole life: Halloween

    Τελικά δεν ξέχασα τίποτα. Προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου και να κρύψω τα σημάδια, όμως τίποτα δεν έφυγε, όλα είναι εδώ ακόμα, τα είδα. Και εκεί που νομίζεις ότι ξέφυγες, τα κουβάλησες όλα μαζί σου και έφυγες μαζί τους, τελικά.
  Δεν μου αρέσει η πόλη. Δεν μου αρέσει το χρώμα της, ούτε η χροιά της. Κατεβαίνω στο κέντρο της πόλης που ζω κάθε φορά που κανονίζω να βγω με κάποιον πολύ πριν την ώρα συνάντησής μας. Απλώς περπατάω, περπατάω, περπατάω. Μόνη μου, έτσι.
  Είμαι διαρκώς αφηρημένη και όταν περπατάω κοιτάζω είτε χαμηλά, τους ανέκφραστους τσιμεντένιους δρόμους, είτε ψηλά, τον άχρωμο σκιασμένο ουρανό-ποτέ ευθεία. Περπατάω και περνάω από παντού, μερικές φορές δεν γνωρίζω καν πού είμαι, πού έχω φτάσει, χάνεται πάλι ο δρόμος γύρω μου. Κοιτάζω δεξιά κι αριστερά, προσπαθώ να διακρίνω πρόσωπα πίσω από τις μάσκες και ταυτότητες πίσω από τις ετικέτες, όμως το μόνο που αντικρίζω σε αυτούς τους τρελούς-γιατί τρελοί είναι-είναι οι ψευτοράτσες και οι ψευτογκριμάτσες τους.
  Σε αυτές τις στιγμές, έρχονται φορές που νιώθω την ανάγκη να στείλω ένα μήνυμα σε κάποιον, να τον ρωτήσω τι κάνει, να με ρωτήσει κι εκείνος, να βεβαιωθώ ότι δεν έριξα τις μάσκες και ότι είμαι ακόμη ζωντανή-γιατί δεν νιώθω και τόσο πάντα. Επιλέγω πάντα κάποιον που ξέρω ότι ίσως δε θα μου απαντήσει εκείνη τη στιγμή.
  Αυτό είναι το πρόβλημα. Εκείνη τη στιγμή νιώθω πολύ ευάλωτη και εύθραυστη που απλώς θέλω κάποιον να μου μιλήσει, να με ρωτήσει τι κάνω, να θέλει να με ακούσει και να του τα ξεράσω όλα αυτά τα σκοτάδια και τους πάγους από μέσα μου. Δεν έχω βρει ακόμη κάποιον τόσο πρόθυμο και έτοιμο να κατανοήσει κάποια σαν εμένα, όλοι τρέφονται με τη μάσκα. Άσε που μισώ τους ανθρώπους που πράττουν από υποχρέωση.
  Συνήθως, τα βήματά μου με βγάζουν στο λιμάνι, κοντά στη θάλασσα. Ναι, στη θάλασσα. Ότι νιώθω για τη βροχή, νιώθω και για τη θάλασσα. Μου αρέσει, χαίρομαι που υπάρχει ακόμα, το έχω ανάγκη το χρώμα και τον ήχο της. Όμως τη φοβάμαι. Είναι το μοναδικό μυστήριο που με φοβίζει τόσο, με τρομοκρατεί, δεν θέλω να το εξερευνήσω αυτό το μυστήριο. Ας μείνει μυστήριο, λοιπόν.
  Τελευταία φορά που περπάτησα μόνη μου ήταν πριν τρεις μέρες, Παρασκευή μεσημέρι προς απόγευμα. Δεν είχα κανονίσει τίποτα, απλώς πήρα τις σκέψεις μου στην τσάντα μου και έφυγα απ' το σπίτι με σκοπό να τις σκορπίσω και να γεμίσω όλη μου τη διαδρομή με εκείνες για να μη χαθώ, να ξέρω να γυρίσω σε εμένα.
  Κάποιες τις ξέχασα, δεν πρόλαβα να τις μαζέψω όλες κι έτσι έμειναν εκεί, στο δρόμο. Ξέρω πως θα ξαναπεράσω από εκείνα τα σημεία και θα τις τραβήξω σαν μαγνήτης πάνω μου, θα τις ξαναβρώ, μα δε φεύγουν ποτέ σου λέω.
  Στο πάρκο, όλα τα παγκάκια άρχισαν να αδειάζουν σιγά σιγά. Οι ρόδες του ποδηλάτου άρχισαν πάλι να κυλάνε, το μωρό άρχισε να κλαίει ζητώντας παγωτό, οι γιαγιάδες σταμάτησαν τη συζήτηση. Όλα ήταν άδεια. Τραγικό, όμως για πολλούς και το δικό μου παγκάκι, εκείνο στο οποίο καθόμουν, ήταν επίσης άδειο. Ναι, μα και γω άδειο το ένιωθα.

  Άλλη μια μέρα στη διαφάνεια.


But, sooner or later, it's over
I just don't wanna miss you tonight..
And I don't want the world to see me,
'cause I don't think that they'd understand, 
when everything's made to be broken,
I just want you to know who I am.

Yeah, I know that you feel me somehow.

Δευτέρα 4 Ιουνίου 2012

Αν ακούς απόψε...

  Είναι παράξενο το πώς υπάρχει πάντα εκείνο το άγνωστο που μας ελκύει. Ο κάθε άνθρωπος είναι ένα μεγάλο μυστήριο από μόνος του. Και το κάθε μυστήριο βρίσκεται εκεί, έτοιμο να το εξερευνήσεις. Είναι ενδιαφέρον να προσπαθείς να ανακαλύψεις κι άλλες πλευρές ενός ατόμου και να ξεκλειδώσεις έναν άλλο εσωτερικό εαυτό του.
  Κανείς δεν είναι αυτό που δείχνει, αυτό είναι το μοναδικό πράγμα για το οποίο είμαι σίγουρη. Μου το έχουν αποδείξει όλοι, το έχω μάθει πλέον, το βλέπω και σε εμένα. Ούτε εσύ είσαι αυτό που φαίνεσαι, όχι τόσο. Ας το παραδεχτώ, είσαι κι εσύ ένα απ' τα πιο παράξενα άτομα που έχω γνωρίσει. Και αυτό είναι που με συναρπάζει τόσο. 
  Είσαι το μαύρο και το άσπρο μαζί, είσαι ο ήλιος και η βροχή ταυτόχρονα. Περίεργη η αντίδρασή μου στη βροχή, όπως πάντα, μα το ίδιο περίεργη είναι και στον ήλιο. Τον έχω υπερεκτιμήσει και εγώ-όπως με έκανε να καταλάβω ένας άλλος παράξενος τύπος σήμερα.
  Ξέρεις, κάθε μυστήριο μπορεί να λυθεί. Δεν θέλω να σε μάθω τόσο ακόμα, άλλωστε απ' ότι έχω καταλάβει δε θα με αφήσεις. Όμως υπάρχει κάτι που με ελκύει πάνω σου τόσο πολύ, με τραβάει και θέλω να σε ξεκλειδώσω και να δω τι κρύβεις μέσα σου, ποιος είναι ο δικός σου βυθός, γιατί ούτε εσύ είσαι αυτό που φαίνεσαι. Σου είπα και πριν, δε θα με αφήσεις. Αλλά η δύναμη της περιέργειας και της θέλησής μου δε θα με αφήσει σε ησυχία.
  Εγώ θα προσπαθήσω να σε μάθω κι ας κλείνεσαι όλο και περισσότερο-θα το κάνεις, είμαι σίγουρη. Όμως πολύ θα ήθελα να έρθω, να σε κοιτάξω στα μάτια και να σε ρωτήσω: "Αν ο κάθε άνθρωπος είναι ένα μεγάλο μυστήριο, θέλεις να προσπαθήσεις να εξερευνήσεις εσύ το δικό μου;"


Δεν ξέρω απόψε πώς περνάς, σε ποια γωνία ακουμπάς

ποιο δρόμο διάλεξες να πας και ποια ιστορία κουβαλάς..

Απόψε, αν θα βγεις απόψε
μην πας μακριά..
Αν μ' ακούς απόψε,
μην πεις τίποτα..

Κυριακή 3 Ιουνίου 2012

It's summer time!

  Όλα γύρω μου μυρίζουν καλοκαίρι! Ο ήλιος, τα χαμόγελα, τα έντονα ανοιχτά χρώματα, οι πλάκες, το γέλιο, η τρέλα, η θάλασσα, ο ουρανός! Όλα, όλα είναι καλοκαίρι. Τα πρόσωπα, τα λόγια, οι προθέσεις, τα χάδια, τα τραγούδια! Μυρίζει καλοκαίρι και μόνο αυτή η μυρωδιά στον αέρα με κάνει να ερωτεύομαι οτιδήποτε, οποιονδήποτε! Όλους σας!
  Τα πρώτα μπάνια έχουν ήδη ξεκινήσει, η αρμύρα της θάλασσας, η γεύση του αντηλιακού, το παγωτό που λιώνει και κολλάει στην μπλούζα μου, όλα αυτά έχουν πάρει τη θέση των μαθημάτων και της καθημερινότητας του χειμώνα, Ω ΝΑΙ ΈΧΕΙ ΦΎΓΕΙ Ο ΧΕΙΜΏΝΑΣ, ΕΊΝΑΙ ΠΟΛΎ ΠΊΣΩ ΠΙΑ! Αποχαιρετάμε τη λατρεμένη άνοιξη και ετοιμαζόμαστε για βουτιές, ατελείωτες βόλτες και διασκέδαση χωρίς πολλές υποχρεώσεις και μαθήματα!
  Καλοκαιράκι. Η εποχή που όλοι αλλάζουν, όλοι γίνονται πιο χαμογελαστοί, πιο διαφορετικοί και όλοι, αντί να προσπαθήσουν να βρουν τον εαυτό τους μέσα απ’ τις διακοπές και την ξεκούραση, μπερδεύονται πιο πολύ μπροστά σε καθρέφτες και φωτογραφίες. Και όλοι οι υπόλοιποι, θύματα του αντικατοπτρισμού. Όμως αυτό το καλοκαίρι θα είναι διαφορετικό, είμαι σίγουρη, αυτό το καλοκαίρι θα φέρει τα πάνω κάτω, θα τα ανατρέψει όλα!
  Θέλω να αγαπήσω τα πάντα, θέλω να τα λατρέψω όλα! Δώρα, έχεις δίκιο για τα σημάδια, τα βλέπω και εγώ! Όλα θα πάνε καλά, οι χαρούμενες μέρες έχουν φτάσει ήδη. Και, ναι, θα προσπαθήσω να δω τη ζωή με άλλο μάτι, να ξεχαστώ, να χαθώ στα κυματιστά χαμόγελα της θάλασσας, να ερωτευτώ τη ζωή, όπως κι εσύ.
  Αν και, όπως μου είπε και κάποιος, το καλοκαίρι δεν είναι μια εποχή. Είναι τρόπος ζωής. Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ έτσι, έχει δίκιο, με έκανε να δω τα πράγματα τελείως διαφορετικά. Οπότε κι εγώ αυτό θα κάνω. Θα ζήσω μέσα σε ένα καλοκαίρι, θα δω τη ζωή σαν μια τεράστια βόλτα στην παραλία δίπλα στην αφρισμένη θάλασσα, κάτω απ' τον βαθύ μπλε ουρανό, παρέα με τον ήλιο. Παρέα με τους ξέγνοιαστους γλάρους και τα παράξενα κρυμμένα κοχύλια στην άμμο και ανάμεσα στις πέτρες.
  Όταν βραδιάζει, η θάλασσα θα ντύνεται στα μαύρα και θα μοιάζει πιο τρομακτική και μυστηριώδης. Όμως θα συνεχίζει να κρύβει μέσα της εκείνους τους θησαυρούς και τα πανέμορφα κοχύλια στο βυθό της. Είστε και εσείς τα δικά μου αγαπημένα κοχύλια, ανάμεσα στις συνηθισμένες όμορφες πετρούλες. Την αγαπάω τη θάλασσα.
  Και, ναι, λοιπόν, έχεις δίκιο. Το καλοκαίρι είναι τρόπος ζωής. Θα ζήσω και εγώ έτσι όλες τις εποχές του χρόνου ξεκινώντας από αυτήν εδώ. Άλλωστε, και τον χειμώνα ο ήλιος, ο ουρανός και η θάλασσα μας συντροφεύουν.

*Δώρα και Μαριλίζα, εντάξει, επιτέλους παραδέχομαι αυτό που πάντα προσπαθούσα να αρνηθώ. Οι όμορφες μέρες δεν έχουν τον ήλιο ανάγκη!

Πέμπτη 31 Μαΐου 2012

Ακροβατείς στο έδαφος

  Εντάξει, δεν ξέρεις τι κάνεις. Δεν μπορείς να κρατήσεις πίσω τις στιγμές, να τις αποτρέψεις απ' το να γίνουν πριν, χθες. Όλα προχωράνε, θα 'ρθουν κι άλλες τέτοιες-και πιο όμορφες-μη φοβάσαι μήπως τελειώσουν, γιατί δεν τελειώνουν. Σταμάτα να φοβάσαι τόσο πολύ για τα πάντα.
  Ωραία, εντάξει, προτιμάς να κρύβεσαι, το καταλαβαίνω. Φοβάσαι γιατί ίσως είσαι εύθραυστη, μην σε αγγίξουν και σπάσεις. Δε θα 'σαι πάντα έτσι, έτσι; Δε θα τα καταφέρνεις μόνη σου πάντα, απλά δεν γίνεται και δεν μπορείς, δε θα αντέξεις και το ξέρεις, έγινε μια φορά, έγινε δύο, θα ξαναγίνει.
  Συνεχώς περπατάς σε ένα αόρατο τεντωμένο σκοινί μα δεν υπάρχει ούτε εκείνο, ούτε ο γκρεμός. Μόνο ο δρόμος υπάρχει και είναι σταθερός και αντέχει. Το βήμα σου όμως πάλι μοιάζει ασταθές. Άνοιξε την καρδιά σου και άφησε τους δαίμονες να δραπετεύσουν και να φύγουν μακριά, να χαθούν, να μην ζουν μέσα σου πια. Και ίσως τότε απελευθερωθείς απ' όλες αυτές τις σκέψεις και αναμνήσεις.
  Μα, καλά, τι περίμενες; Ότι θα σ' έβλεπαν; Πώς να σε δουν με τη μάσκα που φόρεσες; Πώς να σε αγγίξουν με τα αγκάθια που κάρφωσες η ίδια στο δέρμα σου; Πώς να σε ακούσουν όταν φοβάσαι να φωνάξεις;
  Χάνεις συνεχώς τον εαυτό σου. Και το κάνεις επίτηδες, έτσι; Χάνεσαι, αφήνεις τα ιδανικά σου, ξεχνάς να κάνεις βήματα για να πλησιάσεις τα όνειρά σου. Χάνεσαι μα δεν εξαφανίζεσαι ποτέ. Και πάντα όταν βρίσκεις ξανά αυτό που κρύβεις μέσα σου, ανακαλύπτεις όλο και περισσότερα πράγματα για τον εαυτό σου. Ποιος είναι αυτός τελικά; Έχει τόσες πλευρές.. Ούτε εσύ δεν ξέρεις αν είναι αληθινές ή όχι.
  Τέλειωσε η μέρα τώρα, τι κατάλαβες; Τέλειωσε. Σε λίγες ώρες ξημερώνει μια καινούρια που ίσως δεν υπόσχεται και πολλά. Τι έκανες αυτή τη μέρα λοιπόν; Τι κατάφερες; Προσπάθησες έστω και λίγο να τρυπήσεις τη μάσκα σου και να αφήσεις το πραγματικό σου πρόσωπο να γευτεί λίγο τον ήλιο, να αναπνεύσει; Όχι.
  Θα σου πω εγώ τι έκανες σήμερα. Χαμογελούσες ψεύτικα-μιας και σου είναι εύκολο πλέον-και προσπαθούσες να πείσεις τον εαυτό σου πως με αυτόν τον τρόπο θα μάζευες στιγμές που θα γέμιζαν την υπόλοιπη εβδομάδα σου και θα ξεχνιόσουν. Ναι, λες και τα χρωματιστά βραχιόλια και τα κοτσιδάκια θα μπορούσαν να καλύψουν το κενό και να του βάλουν χρώμα.
 
  Είπες μεγάλα λόγια σήμερα, αύριο μείνε σιωπηλή και σκέψου.
 

"Θέλω να χάσω τον εαυτό μου, για να μπορέσω
να τον βρω..
Να γκρεμιστούνε τα όνειρά μου, για να τα
ξανά ονειρευτώ.."

Παρασκευή 25 Μαΐου 2012

Για μια βραδιά που θα ξεχάσω

  Παράξενη η νύχτα απόψε. Μου ξυπνάει περίεργα συναισθήματα. Κάποια από το χθες, όμως με μια γεύση του αύριο. Με πλημμυρίζουν αναμνήσεις που γεύτηκα, μα είναι σαν να μην τις έζησα ποτέ και απλώς τις φαντάζομαι. Ξαφνικά νιώθω πως μεταφέρθηκα σε έναν άλλο κόσμο, σε μια άλλη γειτονιά. 
  Δεν άντεξα μέσα σε εκείνο το δωμάτιο. Ένιωθα να πνίγομαι μέσα στους βαμμένους με παλιές και καινούριες φωτογραφίες τοίχους του. Περίεργο. Βλέπω όλα αυτά τα πρόσωπα σε εκείνες τις φωτογραφίες και οι σκέψεις μου παγώνουν. Βρίσκονται εκεί, κάθε μέρα, στον τοίχο μου και με κοιτάζουν κατάματα. Μα απ' τη ζωή μου κάποια είναι απών και το βλέμμα που μου πρόσφεραν το έριξαν στις πλάτες τους. Οι αναμνήσεις τρέχουν ώρες, μέρες, μήνες, χρόνια πίσω και σταματάνε σε συγκεκριμένες φράσεις-κλειδιά. «Μην ξεχάσεις να μου πεις καληνύχτα, μικρή», «Πρόσεχε το δρόμο, μη σε γοητεύσει», «Η ελευθερία είναι κάτι που πετάει και δε σταματάει να ξαποστάσει ποτέ», «Σ’ αγαπάω», «Η ζωή είναι μια σοκολάτα».
 
Είναι μερικά λόγια που δε θα ξεχάσω ποτέ, που πάντα θα κόβουν βόλτες στο κεφάλι μου-μα κυρίως θα ξενυχτάνε. Κάποια απ’ αυτά με πόνεσαν, κάποια με έσωσαν, κάποια με έμπνευσαν. Θυμάμαι και έναν από εκείνους τους ανθρώπους που υπήρξαν τρελοί, γαλήνιοι και σοφοί, μα θα ξεχαστούν. Εγώ θα σε θυμάμαι, όσο κι αν γέρασες, ακόμη κι αν έφυγες. «Να τρως όλες σου τις καραμέλες, όσες σου δίνουν. Δεν είναι ο κόσμος γεμάτος από εκείνες. Να γεύεσαι την καθεμιά ξεχωριστά και, έπειτα, να τις δοκιμάζεις όλες μαζί. Πρόσεχε, παιδί μου. Πρόσεχε μη μεγαλώσεις». Μην ανησυχείς, παππού. Από αυτό προσπαθώ να φυλαχτώ.
  Είναι όντως παράξενα εκείνα τα λόγια που γυρνάνε εκεί μέσα. Θυμάμαι και τα πρώτα μου βήματα ως ονειροπόλα, τότε που άρχισα να στέκομαι στα πόδια μου και να πατάω σε έναν άλλο κόσμο, σε μια άλλη ζυγαριά, σε μια διαφορετική ουτοπία. Τότε που γνώρισα ένα άλλο χρώμα και μια άλλη μυρωδιά, την αδρεναλίνη. Τότε που ο άνεμος που χτυπούσε στο πρόσωπό μου έμοιαζε διαφορετικός από τις υπόλοιπες μέρες. Τότε που μέσα στο στήθος μου δεν ούρλιαζαν οι παλμοί της, αλλά οι καλπασμοί.
  Όμως, όταν έρχεται η στιγμή που γνωρίζεις εκείνη την ουτοπία, εκείνον τον παράδεισο, πάντα ένα ξαφνικό πέσιμο ακολουθεί. Και, όχι, δεν έπεσα απ’ τη σέλα. Τουλάχιστον όχι εκείνη τη μέρα. «Βάλε περισσότερη δύναμη στα πόδια σου, τράβα τα χαλινάρια απότομα, έλεγξέ την εσύ!» Μα γιατί; Δεν ήθελα να την ελέγξω. Δεν ήθελα να περιορίσω την ορμή της, ήμασταν ένα εκείνη τη στιγμή, ήθελα να νιώθω περισσότερο ελεύθερη. Αν την περιόριζα, πώς θα το ένιωθα; Ότι ένιωθε εκείνη, ένιωθα κι εγώ. Είχε και το όνομά μου. «Δεν σε καταλαβαίνω. Την αφήνεις να σε πηγαίνει όπου θέλει. Πάρε τον έλεγχο! Συνεχίζεις να με απογοητεύεις.» Ναι, είναι αλήθεια. Την άφηνα να με πηγαίνει εκείνη όπου επιθυμούσε. Την ακολουθούσα, αυτό ήθελα, τι δεν καταλάβαινε; Και ποιος έλεγχος; Για ποιον έλεγχο μιλούσε; Δε ζήτησα ποτέ έλεγχο.
  Παράξενη η νύχτα απόψε. Πολλά όνειρα και εφιάλτες ξεθάβονται. Κάποια στιγμή, ένιωσα τους τοίχους του δωματίου μου να κλείνουν προς τα μέσα, να με παγιδεύουν όλο και περισσότερο, να προσπαθούν να με πνίξουν, να ασφυκτιώ. Άνοιξα το παράθυρο, πήρα λίγο αέρα, μα κι αυτό δε βοηθούσε.
  Όμορφη, ήσυχη νύχτα. Από εδώ απ’ το μπαλκόνι του σπιτιού, όλα φαίνονται γαλήνια. Η γειτονιά ολόκληρη κοιμάται, την κοιτάζω και με νανουρίζει η σιωπή της. Τα σπίτια κοιμούνται, κουράστηκαν να στέκονται, πονάνε απ’ το χρόνο. Τα σύρματα δε φυλακίζουν πια τα χωράφια, τα αγκαλιάζουν, δεν υπάρχει μένος πουθενά. Όλα είναι ήσυχα. Μόνο κάτι ψηλοί στύλοι ξενυχτούν για να φωτίσουν το δρόμο για τους τυχόν μεθυσμένους περαστικούς. Λες και δεν ακούνε το φεγγάρι που παλεύει να βρει το νόημα σε εκείνη την αντικατάστασή του. Μα, το φως του είναι πιο ζεστό και είναι για όλους. Δεν ξεχωρίζει κανένα. Λάμπει για όλους.
  Ω, ναι. Παράξενη η νύχτα απόψε. Όλα είναι αθόρυβα. Όλα είναι υπέροχα. Όλα είναι σκιές. Τίποτα δεν ακούγεται. Ησυχία. Μόνο κάτι ονειροπόλοι ουρλιάζουν στο σκοτάδι, πώς και δεν το πρόσεξα αυτό; Γελάνε και κλαίνε. Και γελάνε. Και γελάνε. Και το γέλιο τους με κάνει να θέλω να χορέψω. Υπάρχει κάτι που το νιώθω μέσα μου τόσο έντονα. Χτυπιέται σαν θηρίο που παλεύει να ελευθερωθεί. Καλπασμοί.. καλπασμοί.. καλπασμοί..

Πέμπτη 24 Μαΐου 2012

Ο εαυτός του εαυτού μου

Ξέρεις κάτι, ποτέ μου δε θα σε μάθω. Με μπερδεύεις συνεχώς. Ποια είσαι;

  Θυμάμαι τότε που σε ρώτησαν τι χρώμα έχουν τα μάτια σου, θυμάσαι; Έστρεψες αλλού το βλέμμα σου και αναστέναξες. "Καφέ." τους απάντησες. "Καφέ είναι." Μα κανείς δεν κοίταξε να τα δει. Έπειτα, ένα άλλο ξεχασμένο βραδάκι του καλοκαιριού, εκεί που τα φώτα των δρόμων γίνονταν τα μάτια της πόλης και ο υγρός αέρας άγγιζε ευγενικά τα φύλλα των δέντρων αφήνοντας πάνω τους μικρές σταγόνες υγρασίας,  σε ρώτησε κι εκείνος. "Μα, ακόμη δεν κατάλαβα. Τα μάτια σου, τι χρώμα είναι;" Θυμάσαι τι του είπες; Θυμάσαι;
  Όταν σου μιλούσαν ήσουν πάντα αφηρημένη, μερικές φορές δεν άκουγες καν τι σου έλεγαν. Περπατούσες και ήσουν αποπροσανατολισμένη, μα ποτέ χαμένη. Ποτέ δεν μου είπες πως ονειρευόσουν με τα βλέφαρα ξύπνια και τα χέρια χωμένα στις τσέπες. "Γιατί έτσι χαμένη πάλι;" και το βλέμμα σου συνάντησε το δικό μου. "Δεν είμαι χαμένη. Ο δρόμος χάθηκε γύρω μου" πάντα προτάσεις δίχως νόημα. Ποτέ δεν κατάφερα να σε καταλάβω.
  Οι μέρες περνούσαν τόσο αργά και βασανιστικά. Σε κοιτούσαν όλοι όταν γελούσες, γελούσες πολύ όμορφα, πολύ φωτεινά. Είχες όλη την προσοχή στραμμένη πάνω σου, μέχρι τη στιγμή που ο λαμπερός μαγνήτης  το χαμόγελό σου σκόνταφτε στις σκιασμένες σου σκέψεις και ξεψυχούσε. Τότε, όλα τα βλέμματα έτρεχαν να ξεφύγουν, να φύγουν μακριά σου. Κανένα απ' αυτά δεν έμενε πάνω σου και μετά τη λάμψη. Μα κι εσύ πάντα προτιμούσες να τα διώχνεις..
  Υπήρχαν στιγμές που ήσουν όμορφη, χαριτωμένη, γλυκιά, χαμογελαστή και στιγμές που πενθούσες για τα πάντα γύρω σου, για όλα όσα χάθηκαν κι ας ήταν όλα εκεί. Στιγμές που αγαπούσες τα πάντα, τους ανθρώπους, τις πέτρες, τα χρώματα, τον άνεμο, τα βιβλία. Και στιγμές που μισούσες. Τα ψέματα, τα βλέμματα, τα ψηλά τείχη, τους καθρέφτες, τη βροχή.
  Η βροχή. Συνεχώς μιλούσες για εκείνη, πάντα την ανέφερες. Μα πάντα την κακολογούσες, την σιχαινόσουν, δεν την άντεχες, δεν την αγαπούσες. Μου έδινες την εντύπωση ότι την κατηγορούσες για κάτι. Έτσι έδειχναν οι λέξεις σου, τουλάχιστον. Όμως, κάθε λέξη κρύβει ένα σωρό νοήματα πίσω της, ένα σωρό αμφιλεγόμενα συναισθήματα.
   Αυτό που με μπέρδευε περισσότερο σε εσένα, είναι ο τρόπος που έβλεπες τα πράγματα. Τα έβλεπες όλα από ένα σωρό πλευρές και όλες τόσο διαφορετικές μεταξύ τους. Σαν να μπερδευόσουν και η ίδια με τις σκέψεις και τα λόγια σου. Έμπλεκες συνεχώς τα νήματα μεταξύ τους, εκεί που όλα ήταν ξεκάθαρα. Τελικά ίσως ήσουν και λίγο χαμένη..

- Μα, σου εξήγησα. Δεν είμαι χαμένη. Ο δρόμος χάθηκε γύρω μου.

 
Τώρα που το σκέφτομαι, ίσως έπρεπε κάποιος να κοιτάξει πιο βαθειά μέσα στο βλέμμα και τις νότες της φωνής σου. Γιατί, εφόσον επέμενες πως η βροχή σε θλίβει, 
γιατί πάντα χαμογελούσες στην παρουσία της;


   *Cause, you know, sometimes words have two meanings.
  


Τετάρτη 23 Μαΐου 2012

When angels dance..

  Σε είδα στο δάσος των ευχών, τη νύχτα που τα αστέρια ξεψυχούσαν και αποχωρίζονταν για πάντα τον ουρανό. Δεν περπατούσες, χόρευες με το ρυθμό του ήχου της βροχής πάνω στα πέταλα των λουλουδιών και τις πέτρες. Σαν να παρηγορούσες τα δέντρα, σαν να τους έδινες ελπίδα..
Χιλιάδες αστέρια πέφταν απ' τον ουρανό και κάποια ήταν για 'μένα. Όμως δεν κράτησα κανένα.. Σου χάρισα όλες μου τις ευχές, δικές σου. Πίστεψα τόσο σ' εσένα..
Κάποια στιγμή, καθώς σε χάζευα να μαγεύεις το δάσος των ευχών, το βλέμμα σου έπεσε πάνω μου.. Με κοίταξες, σταμάτησες τον ονειρικό σου χορό και το δάσος πάλι ξεψύχησε.  
Και εκεί, κάτω απ'την βροχή των αστεριών, με δάκρυα στα μάτια σου, με ρώτησες.. "Και τα αστέρια; Τα αστέρια φοβούνται τη βροχή; Κάνουν ευχές τα αστέρια όταν λυγίζουν;"
Τι να σου έλεγα; Δεν ήθελα να λαβώσω την αθώα ψυχούλα σου, δεν σου άξιζε αυτό. Κοίταξα για τελευταία φορά τα χρυσόλευκα φτερά σου και έφυγα τρέχοντας.. Όμως μετά θυμήθηκα το χαμόγελό σου.. εκείνο το χαμόγελο που, δίπλα στον ήλιο και στο φεγγάρι, ξεχώριζε. Γύρισα πίσω να σου πω πως και τα αστέρια φοβούνται τη βροχή, πως και τα αστέρια κάνουν ευχές, αλλά τότε κατάλαβα. Δεν υπήρξες ποτέ..
Νομίζω πως, εκείνη τη νύχτα, σε μίσησα όσο σε αγάπησα. Όμως δεν κατάλαβα ποτέ.. τις λέξεις που έγραφες στον αέρα με τις κινήσεις της μορφής σου, με το χορό σου. Αυτές οι λέξεις σκορπίστηκαν στο δάσος των ευχών και έγιναν και οι ίδιες ευχές. Μα αν ενωθούν ίσως γεννηθούν όνειρα.. Υπήρξες.

Δευτέρα 21 Μαΐου 2012

Εκείνη η βόλτα που μου υποσχέθηκα

  Λοιπόν, ναι ρε, έτσι γούσταρα να παρατήσω για λίγο το διάβασμα και να βγω λίγο έξω απ' το σπίτι να με δει ο ήλιος, να τον δω κι εγώ. Ντύθηκα, έπιασα τα μαλλιά μου ψηλά, έβαλα τα αθλητικά μου παπούτσια και την έκανα για να ξεσκάσω λίγο. Ούτε κινητό πήρα, ούτε λεφτά, ούτε το σκύλο μου. Ήθελα να είμαι τελείως μόνη και να ξεφύγω απ' όλα, να νιώσω ελάχιστα ψευτοελέυθερη, τάχα.
  Μιλούσα με την αγαπημένη Δώρα νωρίτερα και μας την είχε δώσει το όλο θέμα με τη ζωή και όλα αυτά τα "γιατί" και τα "πώς" που τη συνοδεύουν. Της είπα πως θέλω να προσπαθήσω να είμαι όσο πιο ελεύθερη γίνεται μέσα μου και να κάνω γενικά ότι γουστάρω και είναι καλό για 'μένα και τους υπόλοιπους. Της ζήτησα να το προσπαθήσει κι εκείνη, να το προσπαθήσουμε μαζί. Επίσης, μου είπε "Η ζωή είναι μια σοκολάτα που στην προσφέρουν και εσύ αντί να την απολαύσεις κάθεσαι και αναρωτιέσαι ποιος την έφτιαξε και πώς και γιατί. ΦΑ' ΤΗΝ!" Μου άρεσε τόσο που το έγραψα σε ένα χαρτάκι και το κόλλησα στην εξώπορτα για να το δει η μητέρα μου. Είχα γράψει και ένα "Μην ανησυχείς, πάω να φιλοσοφήσω. Θα γυρίσω νωρίς, διάβασα."
  Όπως έβγαινα απ' το σπίτι, λοιπόν, είχα σκεφτεί να πάρω το ποδήλατό μου που είχε σκουριάσει τόσο καιρό μέσα. Όμως, για καλή ή κακή μου τύχη, τα λάστιχα ήταν ξεφουσκωμένα και ήταν αρκετά σκονισμένο. Γέλασα, μου φάνηκε αστείο. Έτσι, ανέβηκα στα μαγικά μου σανδάλια και είπα να πεταχτώ μέχρι το πάρκο της παραπάνω γειτονιάς.
  Στο δρόμο, με ακολούθησε η λατρεμένη μου Αγάπη, το πιο όμορφο και ευγενικό αδέσποτο σκυλάκι που έχω γνωρίσει ποτέ μου. Ναι, την έχω γνωρίσει καλά και με ξέρει κι αυτή. Μοιάζει πολύ φοβισμένη, είναι διστακτική και επιφυλακτική συνεχώς. Δεν με πλησιάζει αν δεν την φωνάξω και σκύβει συνεχώς το κεφαλάκι της όταν πάω να τη χαϊδέψω. Δεν με φοβάται, ξέρει ότι δεν θα της έκανα ποτέ τίποτα. Απλώς, έτσι, κάποιος θα της έμαθε να είναι φοβισμένη. Είναι όμως πολύ ευγενική και καλομαθημένη. Όταν της δίνω κάτι να φάει, το πιάνει με τα δόντια της απαλά, με κοιτάζει σαν να μου λέει "ευχαριστώ" και έπειτα φεύγει, πηγαίνει πιο πέρα ώστε να μην την βλέπω, κάθεται και το τρώει. Μόλις τελειώσει πάλι, ξαναέρχεται και παίζουμε με ένα πορτοκάλι-το προτιμάει απ' τα μπαλάκια και τα πλαστικά παιχνίδια, προτιμάει να παίζει με κάτι γευστικό. Της ζήτησα να με ακολουθήσει και να με συνοδεύσει στη βόλτα μου, αλλά έχει βρει την παρέα της κι εκείνη, την Άλμα, τον Ιγνάτιο, τον Καίσαρα και τη Λούση και περνάνε μαζί τα απογεύματα.
  Έτσι, ξεκίνησα μόνη μου εκείνη τη βόλτα-μου άρεσε η ιδέα. Θα μπορούσα να φιλοσοφήσω με την ησυχία μου και να σκέφτομαι δυνατά περνώντας μέσα απ' τα χωράφια της γειτονιάς και ταράζοντας όλα τα ζωύφια που ζούσαν και άραζαν σε εκείνα. Αρχικά σκεφτόμουν τους φίλους μου και όλες τις τρέλες που έχουμε κάνει μαζί. Σκεφτόμουν πως είναι όλοι τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους, κανείς δε μοιάζει με κανένα. Κι όμως είναι όλοι τόσο ξεχωριστοί γενικά και τόσο σημαντικοί για 'μένα. Ο καθένας φαίνεται να τραβάει το δρόμο του ξεχωριστά απ' τον άλλο, κι όμως περπατάμε όλοι μαζί χέρι χέρι. Τους σκέφτομαι συχνά και, όταν τους σκέφτομαι, σκέφτομαι χρώματα, πολλά χρώματα, φωτεινά και έντονα. Με έκαναν κι εμένα χρωματιστή, πολύχρωμη.
  Έπειτα, άρχισα να φαντάζομαι πώς θα είναι το φετινό μου καλοκαίρι. Θέλω να είναι γεμάτο τρέλες και πολύ γέλιο. Θέλω να μου μείνει αξέχαστο. Θέλω να κάνω ιππασία, να πάω μερικές μέρες στο χωριό μόνη μου με τη γιαγιά και να βοηθάω τον κύριο Μιχάλη στους στάβλους με τα άλογα και τα υπόλοιπα ζώα. Θέλω να ιππεύσω τον Σκοτεινό που δεν με έχει συμπαθήσει ιδιαίτερα, αλλά θα με λατρέψει. Να μάθουμε ο ένας στον άλλο πως αυτός ο δεσμός που ξυπνάει ανάμεσα σε έναν άνθρωπο και ένα ζώο-ειδικά ένα άλογο-είναι κάτι σαν την απόλυτη ένωση, την απόλυτη ελευθερία για εκείνα τα δευτερόλεπτα που η σέλα, τα χαλινάρια και τα πέταλα μοιάζουν να έχουν χαθεί. Ελπίζω να με αφήσει να τον αγγίξω αυτή τη φορά και να μην γυρίσω πάλι σπίτι με πληγές στα πόδια μου!
  Σκεφτόμουν πως δεν με νοιάζει αν αυτό το καλοκαίρι θα γνωρίσω κι άλλους ανθρώπους, όχι τόσο όσο με νοιάζει να έρθω πιο κοντά και να γνωρίσω καλύτερα τους δικούς μου. Γενικά, θέλω αυτό το καλοκαίρι να με φέρει ένα βήμα πιο κοντά στα όνειρά μου, μπορεί και δύο. Έτσι θα γίνει.
  Μετά από πολύ σκέψη και περισυλλογή, έφτασα στο πάρκο. Ήταν γεμάτο μικρά παιδιά. Έκατσα στο τειχάκι και τα παρακολουθούσα να παίζουν, να γελάνε και να τρέχουν πάνω κάτω. Είναι μικρά. Δεν ξέρουν τι σημαίνει ελευθερία, μα δεν ξέρουν τι σημαίνει και φυλακή. Κι όμως, νιώθουν ελεύθερα, χωρίς να το ελέγχουν. Αυτό είναι το θέμα, εκείνα νιώθουν ελεύθερα μέσα τους χωρίς να έχουν ανάγκη από κάποιον να τους πει ότι είναι ελεύθερα. Είναι ελεύθερα γιατί νιώθουν ελεύθερα. Είναι και χαρούμενα, ίσως ευτυχισμένα. Μα, όσο μεγαλώνεις γίνεται όλο και πιο δύσκολο το να είσαι ελεύθερος, πόσο μάλλον το να νιώθεις. Γιατί;
  Έπειτα σκεφτόμουν εκείνο το χαμηλό τειχάκι στο οποίο καθόμουν και χώριζε το πάρκο απ' το δρόμο. Δηλαδή τι; Μόνο μέσα απ' το τειχάκι θα μπορούσαν να παίξουν; Μόνο μακριά απ' το δρόμο και τα υπόλοιπα χωράφια εκεί κοντά θα μπορούσαν να τρέξουν και να γελάσουν; Μόνο στα πάρκα θα μπορούσαν να είναι ευτυχισμένα και ελεύθερα; Μα, αυτό είναι μια φυλακή από μόνο του. Έτσι πάει; Στα πάρκα τα παιδιά είναι ελεύθερα και στους δρόμους όχι; Γιατί να υπάρχουν πάρκα και δρόμοι; Γιατί να μην είναι όλος ο κόσμος ένα μεγάλο πάρκο;
  Πάντως εκείνος ο δρόμος εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή ήταν όντως μια φυλακή. Μια φυλακή με αυτοκίνητα που κουβαλούσαν βαριές ψυχές μέσα τους, χαμένες. Μια φυλακή που σε οδηγούσε κάπου, μια φυλακή στην οποία βρίσκεσαι με μια υποχρέωση, με μια εκκρεμότητα. Να πας το παιδί στο σχολείο, να πας στο σουπερμάρκετ, να προλάβεις το αεροπλάνο σου. Μια φυλακή με κάγκελα που ο στόχος σου δεν ήταν ποτέ να τα σπάσεις.
  Φεύγοντας απ' το πάρκο, πέρασα μπροστά απ' το σχολείο μου. Θα το κοιτούσα, θα το παρατηρούσα. Και το χρώμα του και την πνοή του και όλα. Όμως, κάτι άλλο μου τράβηξε την προσοχή. Ένα μικρό πλαστικό άδειο μπουκάλι, δίπλα από τον κάδο των σκουπιδιών. Όχι ότι είχε καμία σημασία αυτό που έκανα, όχι ότι θα γίνω ήρωας και όλοι θα είναι περήφανοι για μένα. Όχι ότι έσωσα τον κόσμο με αυτή την κίνηση, αλλά το έπιασα και το πέταξα μέσα στον κάδο. Με ανακούφισε. Έμοιαζε πιο όμορφη η γειτονιά εκείνη τη στιγμή.
  Η επόμενη στάση ήταν εκείνη που με προβλημάτισε περισσότερο σε αυτή τη βόλτα, ίσως να με πόνεσε και λίγο. Στην πίσω μεριά του κομμωτηρίου της παρακάτω γειτονιάς, υπάρχει μια μικρή αυλή, σε πιο ψηλό επίπεδο από το δρόμο. Εκεί, ζει ένα σκυλάκι, ένα αρσενικό μπόξερ, εδώ και κάνα χρόνο. "Ζει". Ζει πεθαίνοντας, έπρεπε να πω. Από τότε που το έφεραν εκεί, κάθε φορά που περνάω το χαϊδεύω και του μιλάω ή του δίνω κάτι να φάει. Μα δε χρειάζεται φαϊ, αγάπη χρειάζεται και φροντίδα. Ένα χρόνο ζει εκεί. Ένα χρόνο δεμένος, ένα χρόνο φυλακισμένος, ένα χρόνο μόνο φαγητό και ύπνος. Ούτε μπάνιο δεν του κάνουν, ούτε μια βόλτα με το λουρί, έστω. Γιατί ζει αυτό το σκυλί; Γιατί να ζει; Ίσως ψάχνει ένα λόγο κι εκείνο..
  Κάθε φορά που περνούσα το σκεφτόμουν. Κάθε φορά. Σήμερα είναι μια ξεχωριστή μέρα, δεν ξέρω γιατί. Οπότε το έκανα. Ακούμπησα το χέρι μου στο κολάρο του και του έβγαλα την αλυσίδα, του έδωσα την ευκαιρία να ζήσει ελεύθερος, αδέσποτος, να τρέξει, να μυρίσει κι άλλες ουρές, να κυλιστεί και σε άλλες αυλές, να δει επιτέλους τον ουρανό που-είμαι σίγουρη- λίγες φορές θα είχε δει. Κι ας μην άντεχε. Κι ας μην είχε τη δύναμη να επιβιώσει εκεί έξω. Κι ας σκοτωνόταν την επόμενη μέρα. Θα είχε ζήσει έστω και μια μέρα ελεύθερος.
  Τότε, κατάλαβα πως εκείνη η βόλτα είχε πολλά να μου διδάξει. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα πως αυτή η βόλτα, ήταν η βόλτα που είχα εγώ η ίδια υποσχεθεί στον εαυτό μου πως θα πήγαινα. Αυτή η απλή βόλτα χωρίς προορισμό, αυτή η βόλτα χωρίς έννοιες, χωρίς υποχρεώσεις και εκκρεμότητες. Ο σκύλος δεν έφυγε ποτέ. Ακόμη και τώρα που κάθομαι μπροστά απ' τον υπολογιστή μου και η βόλτα μου έχει τελειώσει, ο σκύλος ακόμη δεν φοράει την αλυσίδα του. Κι όμως, δεν έκανε βήμα. Δεν περπάτησε, δεν έτρεξε, δεν κούνησε καν την ουρά του. Είμαι σίγουρη πως ακόμη και τώρα που είναι λυμένος, δε θα 'χει φύγει.
  Αυτό είναι, λοιπόν. Αυτό έμαθα σήμερα. Δεν είναι οι αλυσίδες και τα κάγκελα εκείνα που μας κρατούν φυλακισμένους. Δεν είναι τα τειχάκια στα πάρκα και οι τσιμεντένιοι δρόμοι εκείνα που μας στερούν την ελευθερία μας. Αλλά ο φόβος, συνήθεια, η ρουτίνα, η υποταγή, εμείς οι ίδιοι.
  Όταν γύρισα σπίτι ήμουν κουρασμένη. Ίσως όχι απ' το περπάτημα. Η μητέρα μου δεν είχε επιστρέψει και δεν είχε διαβάσει το σημείωμά μου. Όμως κάποιος άλλος το είχε δει. Και μου είχε γράψει με κόκκινα γράμματα "Μην την φας ακόμα! Μύρισέ την. Μπορεί να είναι σκουληκιασμένη ή να έχει λήξει η ημερομηνία παραγωγής της. Ν*"


*Η Δώρα είναι πανέμορφη. (Στο είχα υποσχεθεί. Αλλά και να μην το έγραφα το εννοώ. Και όταν κάποιος σε κοιτάει στα μάτια είσαι ακόμη πιο όμορφη!)
  

Κυριακή 6 Μαΐου 2012

Rejection

- Θες να πάμε μια βόλτα; Μαζί, οι δυο μας.
- Και γιατί;
- Γιατί έχουμε καιρό να τα πούμε..
- Κάθε μέρα βλεπόμαστε.
- Ούτε καλημέρα δε λέμε πια. Τι κάνεις;
- Δεν έχω χρόνο.
- Ούτε για 'μένα; Λίγο μόνο..
- Δεν βλέπεις πώς είναι τα πράγματα;
- Μα, αυτά πάνε κι έρχονται. Εμείς μένουμε.
- Αυτά με απασχολούν εμένα τώρα.
- Δεν θες να γνωριστούμε;
- Γνωριζόμαστε.
- Ξανά. Απ' την αρχή.
- Εγώ πατάω στην πραγματικότητα.
- Και ποια είναι αυτή;
- Κάποια που ήρθε ο καιρός να γνωρίσεις κι εσύ.
- Μα, δεν θέλω. Με τρομάζει. Με τρομάζει και η άλλη.
- Ποια άλλη;
- Η πραγματικότητα. Η άλλη.
- Ποια;
- Αυτή που ζει ανάμεσα σε εμάς τις δύο.
- Κατέβα απ' το συννεφάκι σου.
- Εντάξει. Εσύ;
- Εγώ τί;
- Θα ανέβεις λίγο; Θα κατέβουμε μαζί.
- Ανοησίες. Πήγαινε να διαβάσεις.
- Πιο μετά.
- Τώρα.
- Τώρα έχει ήλιο. Όταν βραδιάσει θα πάω.
- Τώρα, είπα.
- Μα, σου είπα, έχει ήλιο.
- Με κούρασες, κάνε ότι θες.
- Αυτό θα κάνω. Άλλωστε, δεν έχω ανάγκη κανένα. Σε χρειάζομαι.


*And that day the asphalt flower lost another petal and became weaker. She could barely see the light of the sun. She was heavily broken and she didn't know what to do. And she was afraid again.

Και περάσαν οι μέρες..

..Και εκείνη ήταν πάλι χαμένη.

  Μα, πάντα μπερδεμένη ήταν άλλωστε. Από τότε που θυμάται τον εαυτό της ήταν μπερδεμένη. Μπερδεμένη με τον εαυτό της, μπερδεμένη με εκείνον τον παλιό φίλο που ήξερε πως δεν θα συναντούσε ποτέ ξανά σε αυτόν τον κόσμο, μπερδεμένη με αυτούς τους δύο που πάλευε τόσο να τους αλλάξει μέσα στο κεφάλι της και να τους ονειρευτεί όπως εκείνη θα ήθελε να ήταν πλασμένοι, να την καταλάβαιναν, να την ένιωθαν, να την ήξεραν, να την συμβούλευαν, να την τιμωρούσαν πού και πού, να τους θαύμαζε.
  Πολλές φορές ήταν μπερδεμένη και με εκείνη την αδελφή ψυχή που είχε πλέον χαθεί, είχε αλλάξει κι αυτός, είχε γίνει άλλος. Το πρόσωπό του δεν ήταν το ίδιο πια, η φωνή του είχε αλλάξει, είχε γίνει πιο βραχνή, ο τρόπος που ντυνόταν και που έφτιαχνε τα μαλλιά του ήταν διαφορετικός. Το άρωμά του, το κούρεμά του, οι λέξεις που έβγαιναν απ' το στόμα του, οι απόψεις του, τα όνειρά του, τα ιδανικά του, οι σκέψεις του είχαν αλλάξει, ακόμη και τα συναισθήματά του για εκείνη και όλους τους υπόλοιπους πρώην φίλους του, μέχρι και το χρώμα των ματιών του.
  Δεν ήταν ο ίδιος. Δεν ήταν εκείνος ο φίλος στον οποίο έτρεχε κάθε φορά που τα μάτια της δεν έλεγαν να στεγνώσουν. Δεν ήταν πια και το ήξερε. Και της έλειπε. Και ακόμα της λείπει, το ξέρει κι εκείνος αλλά δεν τον νοιάζει πια. "Κάνω μια νέα αρχή και στη νέα μου ζωή δεν είσαι μέσα, λυπάμαι." Μη λυπάσαι, καλά θα είμαι, να είσαι κι εσύ, πάντα.
  Δεν είναι μόνο αυτοί οι λόγοι που ήταν πάλι μπερδεμένη και χαμένη. Είχε ξεχάσει πώς ακούγεται το γέλιο της, το πραγματικό της γέλιο. Δεν ήξερε αν εκείνος ο ήχος έβγαινε από μέσα της-αν και πάντα ξεγελούσε τους υπόλοιπους με αυτό, ήταν η άμυνά της, μια επιφάνεια στην οποία είχε αρχίσει να ενσωματώνεται και αυτό το μισούσε.
  Ένιωθε πως αν φανερωνόταν ίσως όλοι εκείνοι που τώρα την αγαπούσαν, να απομακρύνονταν, να έφευγαν όπως οι προηγούμενοι, όπως όλοι, όπως θα έκανε ίσως κι εκείνη. Μα, δεν θα το άντεχε αυτό με τίποτα. Εκείνα τα άτομα ήταν ότι σημαντικότερο είχε στη ζωή της εκείνη τη στιγμή. Αυτές οι πολύχρωμες ψυχές που τους αποκαλούσε φίλους της και ομορφαίναν τις κενές μέρες της.
  Μπερδεμένη ήταν και με εκείνον. Δεν ήξερε τι ένιωθε γι αυτόν, μπορεί να μην ήταν τίποτα. Αλλά σίγουρα κάτι ζητούσε, απλά δεν είχε βρει τι ακριβώς ήταν αυτό. Πάντως, εκείνη τη βραδιά ήξερε τι ζητούσε. Ήθελε έστω για μια στιγμή το βλέμμα του να πέσει πάνω της και να τρυπήσει τη μάσκα που την πίεζε τόσο πολύ, να γευόταν για λίγο την αρμύρα από τον δικό της βυθό. Κι ας άφηνε τα κύματα να τον τραβήξουν στην επιφάνεια και να τον σύρουν στην ακτή την επόμενη στιγμή..
  Μόνο για μια στιγμή.. Αλλά ποιος θα της έλεγε πως δεν θα ερχόταν η μέρα που εκείνη θα ζητούσε κι άλλη μια τέτοια στιγμή; Κι άλλη.. κι άλλη.. κι άλλη.. Ίσως τελικά μέσα σε εκείνη τη βραδιά εκείνη να ζητούσε από εκείνον να την ερωτευτεί, για λίγο, μόνο για λίγο. Ίσως τελικά να προσπαθούσε να μην τον ερωτευτεί εκείνη. Μα κι αν δεν τα καταφέρει;;


And so, the rose had now the scent of him. And she couldn't think clearly.

Κυριακή 29 Απριλίου 2012

The path of the sun

  Από μικρή είχα την εντύπωση πως τα χαμόγελα έχουν χρώμα και είναι κίτρινα. Δεν ξέρω πως μου ερχόταν, ήμουν μικρή, βλέπεις. Όμως κάθε φορά που κάποιος χαμογελούσε, στο μυαλό μου ξεπετάγονταν κίτρινες εικόνες, κίτρινες λέξεις, κίτρινοι ήχοι. Κίτρινο ανοιχτό, κίτρινο σκούρο, κίτρινο χαρούμενο, κίτρινο θλιμμένο.
  Είναι μικρές στιγμιαίες ηλιαχτίδες που μας τις χάρισε ο ήλιος και τώρα τις ζητάει πίσω για να μας στείλει καινούριες, πιο ζωηρές και αθώες. Μέσα απ' αυτές ζει, μέσα απ' αυτές λάμπει. Χωρίς εκείνες τις ηλιαχτίδες ο ήλιος αρρωσταίνει, σβήνει, χάνεται. Γι αυτό χαμογελάμε πιο πολύ όταν έχει ήλιο-ή μάλλον εκείνος γεννιέται όταν εμείς χαμογελάμε.
  Και όταν δεν έχει ήλιο χαμογελάμε. Τότε, χαμογελάμε για να ξεγελάμε τους εαυτούς μας και να νιώθουμε πως εκείνος είναι πάντα μαζί μας, είναι δίπλα μας, είναι το στήριγμά μας σε κάθε δύσκολο και ασταθές βήμα μας, σε κάθε σκοτάδι. Μας δίνει δύναμη ή έστω την αφορμή για να γίνουμε δυνατοί, έστω για λίγο.
  Υπάρχουν άραγε άνθρωποι που δεν χαμογελάνε; Ίσως υπάρχουν. Είναι εκείνοι που τους πρόδωσε ο ήλιος τους και έπαψαν να τον κρατάνε στη ζωή με τα χαμόγελά τους, σαν να τον εκδικούνται. Περίεργο. Πώς μπορεί να σε προδώσει ο ήλιος σου; Πώς μπορείς να εκδικηθείς τον οδηγό των ονείρων σου; Ίσως δεν φταις εσύ, ούτε εκείνος. Πώς μπόρεσαν..;
  Είναι και εκείνοι που τους οδήγησε το φεγγάρι. Εκείνοι που δεν ακολούθησαν τον ήλιο, είτε γιατί τον αμφισβήτησαν, είτε γιατί πίστεψαν περισσότερο στα αστέρια. Ταξιδιώτες της νύχτας, μυστηριώδεις ονειροπόλοι, ίσως λίγο χαμένοι, ποιητές. Τους έκριναν, τους φοβήθηκαν, τους παρεξήγησαν.
  Είναι και εκείνοι που πρόδωσαν τον ήλιο τους και τώρα ζουν μια για πάντα στο σκοτάδι που έχτισαν με τις παλάμες και τα κενά μάτια τους. Εκείνοι που θέλουν να σβήσουν και τον δικό σου. Σε εκείνους δεν αξίζει κανείς ήλιος. Τον πρόδωσαν και τώρα τους εκδικείται. Όμως και πάλι, πώς μπορεί να εκδικείται ο ήλιος;
  Ίσως δεν λέγεται εκδίκηση. Αλλά δεν ξέρω και πολλές λέξεις για να το περιγράψω. Άλλωστε, δεν υπάρχουν τόσες λέξεις για να περιγράψεις τον ήλιο. Αυτό που ξέρω όμως καλά είναι πως του χρωστάμε πολλά χαμόγελα αυτού του ήλιου. Του χρωστάμε πάρα πολλά χαμόγελα. Τι περιμένουμε λοιπόν;


Χαμόγελο, μια κίτρινη γιορτή
γέρνει προς το φως
στου ήλιου την ακτή
και σε τυφλωνει.
Θα χαθείς, θα κρυφτείς,
με του αφρού το χρώμα θα βαφτείς
και θα γευτείς τα αγγίγματα
απ' του ουρανού τη σκόνη.

*Μην φοβάσαι να γιορτάσεις.*

Τετάρτη 25 Απριλίου 2012

Don't be afraid of fear

Δεν ξέρω τίποτα πια. Δεν ξέρω τι θέλω ή τι πρέπει να θέλω -αν μπορεί να τοποθετηθεί η λέξη "πρέπει" μπροστά απ' τη λέξη "θέλω". Το μόνο που ξέρω είναι αυτό: ΔΕΝ ΜΟΥ ΑΡΕΣΕΙ ΤΙΠΟΤΑ. Δεν μου αρέσει η ζωή που υποτίθεται πως πρέπει να ζήσω χωρίς να περιέχει δικές μου επιλογές, δεν μου αρέσει η πόλη όπου κατοικώ, δεν μου αρέσουν τα αυτοκίνητα, ο θόρυβος, οι καυγάδες, το σχολείο, τα παγωμένα θρανία της τάξης, ο μουτζουρωμένος πίνακας, δεν μου αρέσουν τα όνειρα που πρέπει να έχω. Δεν είναι δικά μου, είναι ξένα. Δεν θα μεγαλώσω, δεν θα ζήσω και δεν θα πεθάνω με τα όνειρα κάποιου άλλου!

Και ποιος είναι αυτός ο άλλος;

Ποιος είσαι; Ποιος είσαι εσύ, εσύ και εσύ που μπορείς να ελέγχεις τη ζωή μου; Ποιος σε έκανε να πιστεύεις ότι θα ελέγχεις τη ζωή μου; Δηλαδή τι; Θα πεθάνω και θα λες ότι με σκότωσες; Θα ζήσω και θα λες ότι με έσωσες; ΝΟΜΊΖΕΙΣ ΡΕ. ΔΕΝ ΜΕ ΕΛΕΓΧΕΙΣ. ΔΕΝ ΜΕ ΕΛΕΓΧΕΙ ΚΑΝΕΙΣ. ΕΙΔΙΚΑ ΕΣΥ. ΟΤΙ ΚΙ ΑΝ ΕΙΣΑΙ.

ΤΙ ΚΙ ΑΝ ΕΊΣΑΙ ΆΝΘΡΩΠΟΣ, ΟΥΡΑΝΌΣ, ΦΩΤΙΆ, ΤΣΙΓΆΡΟ, ΝΑΡΚΩΤΙΚΌ, ΤΙ ΚΙ ΑΝ ΕΊΣΑΙ ΦΑΓΗΤΌ, ΑΡΡΏΣΤΕΙΑ, ΦΌΒΟΣ, ΑΜΦΙΒΟΛΊΑ, ΠΌΝΟΣ, ΔΕΝ ΜΕ ΕΛΈΓΧΕΙΣ! ΕΓΩ ΕΛΈΓΧΩ ΤΗ ΖΩΉ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΣΥΝΑΙΣΘΉΜΑΤΆ ΜΟΥ. ΕΓΏ ΕΛΈΓΧΩ ΤΙΣ ΣΚΈΨΕΙΣ ΜΟΥ, ΕΓΏ ΕΛΈΓΧΩ ΤΑ ΌΝΕΙΡΆ ΜΟΥ, ΕΓΏ ΕΛΈΓΧΩ ΤΟΥΣ ΦΌΒΟΥΣ ΜΟΥ! ΚΑΙ ΔΕΝ ΥΠΆΡΧΟΥΝ ΦΌΒΟΙ ΠΙΑ!

Έτσι είναι! Δεν φοβάμαι πια! Δεν φοβάμαι τίποτα, ούτε ελπίζω πια, δεν υπάρχουν ελπίδες διότι όλα είναι στα χέρια μας, στα μάτια μας, στο άγγιγμά σου, στα ίχνη που αφήνεις με τα βήματά σου, στις λέξεις που κρύβεις μέσα σου και τις σπρώχνεις πιο μέσα, πιο βαθιά, τις πνίγεις. Τις πνίγεις γιατί τις φοβάσαι! Όχι, όχι, δεν τις φοβάσαι. ΕΚΕΊΝΟΙ ΤΙΣ ΦΟΒΟΎΝΤΑΙ ΚΑΙ ΣΕ ΈΚΑΝΑΝ ΝΑ ΠΙΣΤΈΨΕΙΣ ΠΩΣ ΤΙΣ ΦΟΒΆΣΑΙ ΚΙ ΕΣΎ, ΔΕΝ ΈΧΕΙΣ ΝΑ ΦΟΒΗΘΕΊΣ ΤΊΠΟΤΑ, ΆΝΟΙΞΕ ΤΟ ΣΤΌΜΑ ΣΟΥ, ΔΏΣΕ ΤΟ ΣΉΜΑ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΆ ΣΟΥ ΚΑΙ ΞΕΚΊΝΑ ΝΑ ΞΕΡΝΆΣ ΌΛΕΣ ΕΚΕΊΝΕΣ ΤΙΣ ΛΈΞΕΙΣ ΠΟΥ ΈΘΑΨΕΣ ΜΈΣΑ ΣΟΥ, ΒΓΆΛΕ ΤΙΣ ΌΣΟ ΈΞΩ ΓΊΝΕΤΑΙ.

Ο ουρανός ρε! Ο ουρανός είναι στα χέρια σου και να τον κρατάς σφιχτά, να τον προσέχεις και να τον αγαπάς. Να τον αγαπάς περισσότερο απ' τις σημαίες, περισσότερο απ' τις χρωματιστές γραμμές και τα σύνορα που βάλανε γύρω απ' τις ιδέες, περισσότερο απ' τη φήμη σου, τη δημοσιότητα, τη δόξα, περισσότερο απ' το χρήμα ρε, περισσότερο απ' τον υπολογιστή σου, να τον αγαπάς όσο αγαπάς το καλοκαίρι.

ΕΊΝΑΙ Ο ΚΌΣΜΟΣ ΣΟΥ, ΕΊΝΑΙ ΤΟ ΣΠΊΤΙ ΣΟΥ, ΕΊΝΑΙ Ο ΔΡΌΜΟΣ ΣΟΥ!

Δεν θα τον βάψουμε γαλάζιο! Δεν το βλέπεις; Είναι γαλάζιος! Αυτό το γκρι που σε καίει δεν είναι το χρώμα του, είναι ένα παλιό σεντόνι, ένα κουρέλι που έδεσαν γύρω απ' τα μάτια σου για να μην βγάλουν φτερά και πετάξουν και τους λιώσεις. Σε έκαναν να υποκλίνεσαι στην ελπίδα, να αρκείσαι σε εκείνη! Στην γνώρισαν, την ερωτεύτηκες και μετά στην πήραν πίσω κάνοντάς σε να πιστέψεις πως είναι σημαντική, πως την χρειάζεσαι επειδή στην έκλεψαν εκείνοι. ΞΎΠΝΑ. ΔΕΝ ΧΡΕΙΆΖΕΣΑΙ ΤΗΝ ΕΛΠΊΔΑ, Η ΕΛΠΊΔΑ ΣΕ ΣΚΟΤΏΝΕΙ. ΑΡΓΆ ΚΑΙ ΑΝΏΔΥΝΑ, ΑΛΛΆ ΣΕ ΣΚΟΤΏΝΕΙ. ΜΌΝΟ ΤΟΝ ΉΛΙΟ, ΤΑ ΌΝΕΙΡΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΓΆΠΗ! ΑΥΤΆ ΘΈΛΟΥΝ ΝΑ ΣΟΥ ΚΛΈΨΟΥΝ, ΜΗΝ ΤΟΥΣ ΑΦΉΣΕΙΣ!

Τα όνειρά σου;

Ο κόσμος σου είναι άρρωστος, τα όνειρά σου κατοικούν εκεί και πρέπει να κάνεις κάτι, δεν το βλέπεις; Τόσο πολύ σε τυφλώσανε; Εκείνοι αργοπεθαίνουν, εσύ νιώθεις τον πόνο.


ΚΑΙ ΌΣΟ ΓΙΑ ΣΈΝΑ..

Άρρωστη ετοιμοθάνατη μορφή, για πες.. για πες μου..

Ξέρεις τι είναι μίσος; Έχεις νιώσει μίσος; Ή δεν έχεις νιώσει καν αγάπη; Πρόλαβες να νιώσεις αγάπη πριν το μίσος; Πρόλαβες ρε καταδικασμένη σκιά; Τι είναι αγάπη, ώστε δεν ξέρεις, ε;

Η αγάπη υπάρχει, ζει. Εγώ που έμαθα κι ένιωσα την αγάπη ξέρω πως το μίσος είναι ο μεγαλύτερος πόνος. Δεν πονάει μόνο να σε μισούν, αλλά και να μισείς. Δεν πονάει μόνο να σε πληγώνουν, αλλά και να πληγώνεις. Μα τι να ξέρεις εσύ, είσαι απλά μια προγραμματισμένη μεταλλική μάζα με σάπια σάρκα γύρω σου! Σπάω το κεφάλι σου και βρωμάς μέταλλο και πλαστελίνη, δεν θέλω να σε βλέπω μπροστά μου.

ΔΕΝ ΣΕ ΘΈΛΩ ΣΤΟΝ ΚΌΣΜΟ ΜΟΥ.
ΣΤΟΝ ΚΌΣΜΟ ΜΟΥ..ΣΤΟΝ ΚΌΣΜΟ ΜΟΥ..

Αν υπάρχει αυτός ο κόσμος ακόμη και δεν έχει σβήσει πια στις παλάμες αυτών που περιόρισαν τους τρελούς και τράφηκαν με σάρκα και κόκαλα.
Τερατόμορφοι άνθρωποι;
..ή ανθρωπόμορφα τέρατα;


*φοβάμαι να παρατήσω τα όνειρά μου.

Τρίτη 24 Απριλίου 2012

Ελευθερία είναι να είσαι άλογο και να τρέχεις στη θάλασσα, με τα μόνα πέταλα στο κορμί σου, να είναι τα πέταλα της παπαρούνας.

Ελευθερία είναι να είσαι αόρατος αετός που πετάει περνώντας μέσα από τα σύρματα των φυλακισμένων χωραφιών και των καλωδιωμένων δέντρων.

Ελευθερία είναι να είσαι μυρμήγκι που το πατάει ο βράχος υπεροπτικός, υποτιμητικός, γεμάτος ειρωνεία και πληγώνεται.

Ελευθερία είναι να είσαι κόκκος της άμμου που αλλάζει λιμάνια και στεριές, με συνταξιδιώτες τα κύματα και προορισμό το «κάπου», το «αλλού».. Το «κάπου αλλού».

Ελευθερία είναι να είσαι άνθρωπος, Ίκαρος που πετάει πιο πάνω απ’ τον ήλιο με λιωμένα τα φτερά και χλευάζει τη θάλασσα που δεν τον φτάνει το μάτι της.


Πώς να σπάσεις το γυαλί και να φύγεις μακριά
αφού δεν έμαθες ποτέ σου να πετάς;
Πώς να λιώσεις τη σιωπή και να βγεις απ' τη φυλακή 
αφού μια ζωή με αγγέλους πολεμάς;

Πότε θα χαμογελάς δίχως να 'χεις ενοχές 
όταν ξέρεις πως σε πτώματα πατήσαν;
Στο φιλί της μοναξιάς μεθυσμένος με κοιτάς
ξέρω πια, ράγισες και σε μισήσαν

Δεν ξέρω στην αγάπη νεκρός γιατί να νιώθεις
δεν ξέρω αν στα αλήθεια αγαπάς
Θα σπάσω τη συνήθεια, θα ξεθάψω την αλήθεια,
θα μάθω αν γελάς όταν γελάς..

Στις άκρες των χειλιών σου χαράξανε προτάσεις
που μια ζωή μαζί θα κουβαλάς
Σου κλείσανε τα αυτιά, τα πετάξαν στα σκυλιά
και σου 'μαθαν απλά πώς να σιωπάς

Στα μάτια σου κρυφτήκαν υγρές αλήθειες χίλιες
που ποτέ σου δεν ερμήνευσες σωστά
Θα μάθουν να μιλάνε, θα πάψουν να κοιτάνε
και θα χαθούν ξανά στο πουθενά..

Δεν ξέρω μες στον πόνο ζωή γιατί να νιώθεις
μα ξέρω δε ζεις αν δεν αγαπάς
Θα κάψω το σκοτάδι, θα σβήσω το σημάδι,
θα πάψεις να πονάς όταν γελάς..




*I am an asphalt flower breaking free
but you keep stopping me
Release me,
Release me

Σάββατο 21 Απριλίου 2012

Ηλιαχτίδες και όνειρα.. Ηλιαχτίδες, όχι ελπίδες. Όνειρα, όχι φιλοδοξίες.


  Νιώθω πως πατάω ξανά στα πόδια μου, έστω στις άκρες των δαχτύλων μου. Ήρθε πάλι το φως, μια ηλιαχτίδα. Σαν να έσβησαν οι σκοτεινές μου σκέψεις και τις λιώνω. Τις πιάνω με τα γυμνά μου χέρια και τις σφίγγω μέχρι να ματώσω και να πνιγούν στο καθαρό μου αίμα. Νιώθω αγνή, άθικτη. Δεν με άγγιξε ποτέ ο φόβος, ποτέ ο καιρός. Ήταν όλα μαύρα. Ίσως και λίγο γκρι, τελικά. Ποντάρω σε αυτόν, τον γκρίζο ουρανό, σαν καταδικασμένος πόνος. Θα τον αλλάξω. Μεγάλο το τίμημα που πληρώνουμε γι αυτόν τον γαλάζιο ουρανό που είναι τώρα γκρίζος. Θα το αλλάξω. Οι μέρες πέρασαν σαν τρένο που πετάει με μανία και ήμουν οι ράγες. Θα τις αλλάξω. Σου είπα θα σκοτώσω το γκρι του ουρανού μας και θα τον ζωντανέψω ξανά, σου είπα θα γεννηθώ ουράνιο τόξο. Γέλασες, χλευάστηκες. Θα σε αλλάξω. Ήμουν απλά μια νεκρή σκιά με ζεστά κινούμενα πόδια, ήμουν νόμιζα αρχιστράτηγος του πεδίου και μου υποκλίνονταν οι στολές, μα με κούρδιζαν. Ναι, με κούρδιζαν, κύριε Ζωντανέ Ελεύθερε. Μου ‘μαθαν την επιβίωση, μου ‘κρυψαν τη ζωή. Μου μίλησαν για πόνο, φθόνο, φόνο, μα για Αγάπη ήμουν νεκρός, κενός, εαυτός. Πώς ήμουν νεκρός; Ή δεν ήμουν ποτέ, ή κι οι νεκροί έχουν τρίχωμα που ορθώνεται στο κάλεσμά Της. 

Κι έτσι αθόρυβα, ήρθε ένα πρωί που δεν ήμουν νεκρή πια. 

Δευτέρα 16 Απριλίου 2012

Βαλσαμωμένη ελπίδα


  Πάλι χορεύουν οι μέρες γύρω μου. Πάλι οι νύχτες με αποφεύγουν. Στέκομαι στο άψυχο και ψυχρό δωμάτιο και νοσταλγώ το σήμερα. Το αύριο, ανάμνηση του χθες, ξεχασμένη. Κοιτάζω τα χαμογελαστά πρόσωπά τους και αναρωτιέμαι, δεν καταλαβαίνω. Πώς είναι δυνατόν να μην το είδαν; Πώς είναι δυνατόν να μην το ένιωσαν; Πως ο ήλιος πάγωσε και το φεγγάρι λιώνει.. Κι εσύ δεν άκουσες τις πεταλούδες να ουρλιάζουν. «Κοίτα, ζωγράφισα την ελπίδα!», μου είπες και το χαμόγελο των ματιών σου άστραψε. Όμως η κόλλα σου ήταν κενή, διάφανη. Αμέσως σκοτείνιασες. «Μα, δεν καταλαβαίνω..», ψιθύρισες κι έφυγες. Έτρεξα, σε κυνήγησα, προσπάθησα να σε σταματήσω. Να σου πω πως ο ήλιος πάγωσε και το φεγγάρι λιώνει, όμως με κοίταξες κι εσύ με αυτό το βλέμμα. Μου είπες να μην φοβάμαι. Να μην φοβάμαι.. Όμως εγώ είχα δει.. Είχα δει.. Εσύ δεν είχες δει.. τους πειρατές να ονειρεύονται και τους δράκους να δακρύζουν..

Κυριακή 15 Απριλίου 2012

Στοιχειωμένο μυαλό


    Νιώθω πως είμαι στην αρχή, όμως όλα θυμίζουν τέλος. Ο άνεμος παίζει τη μουσική του και οι σταγόνες της βροχής χορεύουν στον ρυθμό της. Περπατάω ξυπόλητη στο βρεγμένο χώμα φορώντας τα συναισθήματά μου και κρατώντας το τελευταίο τριαντάφυλλο του παραδείσου. Του παραδείσου που δεν γνώρισα ποτέ, δεν πρόλαβα. Είναι αρχές φθινοπώρου. Μυρίζει χειμώνας. Τα λουλούδια ανθίζουν και τα τζιτζίκια παραμιλάνε τα τραγούδια τους για τελευταία φορά. Δεν τραγουδάνε. Ούτε τα πουλιά τραγουδάνε. Ούτε εσύ. Δεν τα κατάφερες, το ξέρεις; Έχασες, το ξέρεις; Είσαι νεκρός, το νιώθεις; Είσαι διάφανος. Περνάς μέσα απ’ τα χαμόγελά τους και χάνεσαι, δεν υπάρχεις πλέον. Ούτε αυτοί υπάρχουν, όμως εσύ το ξέρεις. Και να, τα πουλιά σωπαίνουν. Και να, τα λουλούδια μαραίνονται. Και να, ο ουρανός ξεψυχά μαζί σου. Το κλάμα ενός ηλικιωμένου άντρα διαπερνά την απέραντη σιωπή του σκοτεινού κενού. Κι εγώ, εκεί στο τέλος του γκρεμού, σκέφτομαι εσένα. «Σε μισώ. Σε μισώ, γιατί σε λάτρεψα.» Νιώθω πως είμαι στην αρχή, όμως όλα θυμίζουν τέλος. Ένα ατελείωτο τέλος..

Δευτέρα 2 Απριλίου 2012

When will my reflection show who I am inside?

  Όλα τα μάτια έχουν το χρώμα της θάλασσας. Είτε είναι γαλάζια, είτε μελί, είτε μαύρα. Δυο χαριτωμένες αμυγδαλωτές χιονονιφάδες που δεν αντιστάθηκαν σε εκείνη, χάθηκαν μέσα της και ανακατεύτηκαν με τα ποικίλα χρώματα που κρύβει στο βυθό της.
  Κάποια πάλεψαν, βγήκαν μια για πάντα στην επιφάνεια και έμεναν εκεί να τα αγναντεύεις. Δεν άντεξαν στο βυθό ή δεν έζησαν ποτέ εκεί, πάντα ανοιχτά στον ήλιο, ναι, στην επιφάνεια βγήκαν εκείνα τα μάτια που ποθούσαν τον ήλιο. Ξέγνοιαστα, παίζουν συνεχώς με τα κύματα και αλλάζουν ολημερίς λιμάνια. Εύκολο να τα δεις, εύκολο να τα αγγίξεις. Μα ακόμη πιο εύκολο να σε ξεχάσουν.
  Υπάρχουν όμως κι εκείνα που δεν γλίτωσαν ποτέ το σκοτάδι, εκείνα που δεν αντίκρισαν τον ήλιο.. Εκείνα που έμειναν μια για πάντα στο βυθό, στο σκοτάδι, στην αδρανή γωνιά της θάλασσας. Δεν ανοίχτηκαν ποτέ, δεν έπαιξαν με τα κύματα, δεν βρήκαν ποτέ λιμάνι. Φοβούνται, τρέμουν τον ήλιο.
  Αυτά τα μάτια δεν τα κοιτάς ποτέ, είναι γεννημένα στα χαμηλά, βυθισμένα βλέμματα των άγνωστων περαστικών της πόλης. Δύσκολο να τα δεις, δύσκολο να τα αγγίξεις. Μα ακόμη πιο δύσκολο να τα ξεχάσεις. Είναι οι θάλασσες που δεν θα ασχοληθείς να εξερευνήσεις, εκείνες που δεν θα ταξιδέψεις. Οι θάλασσες που δεν θα επιθυμήσεις να ρίξεις άγκυρα.
  Άλλωστε ποιος να ταξιδέψει στον βυθό όταν μπορεί να παίξει στην επιφάνεια ξέγνοιαστος με τα τσαχπίνικα ηλιόλουστα κύματα; Ποιος θα επιλέξει να ρίξει πιο βαθιά την άγκυρα, να φτάσει εκεί που τα πράγματα μοιάζουν να αγριεύουν;
  Εμένα αυτό που μου έμαθε η θάλασσα είναι πως τα άγρια κύματα και τις φουρτούνες τις συναντάς μόνο στην επιφάνεια. Υπάρχει απεριόριστη ομορφιά και πολλά παιχνίδια χρωμάτων στο βάθος. Ο βυθός είναι όμορφος. Πολλές φορές τρομακτικός. Πάντα.
  Η επιφάνεια όντως σε διασκεδάζει, παίζει μαζί σου. Ο βυθός σου μαθαίνει πολλά. Μαθαίνοντας πράγματα για το βυθό σιγά σιγά ανακαλύπτεις και πράγματα για τον εαυτό σου. Μέχρι να μην μπορείς να αναπνεύσεις πια και αντί να χαθείς μαζί του, να αφήνεσαι και να ξαναγυρίζεις στην ρηχή επιφάνεια. Όμως είσαι ο βυθός σου και αυτό δεν αλλάζει όσο κι αν ταράξεις τη θάλασσά σου με κύματα.
  Έτσι, λοιπόν, προσπάθησα μια φορά, αντί να χάνομαι στα μάτια των περαστικών και να προσπαθώ να διαβάσω τι λέει η δική τους θάλασσα, να χαθώ στα δικά μου μάτια. Να καταλάβω τι είναι, τι είμαι.
  Στάθηκα μπροστά απ' τον καθρέφτη και κοιτούσα μέσα του. Όμως μου φάνηκε αστείο. Πώς θα μπορούσε ένα γυαλί να διαβάσει τη θάλασσά μου; Ένα απλό γυαλί, πώς θα μπορούσε; Μάταιο. Παρ'όλα αυτά, κοιτούσα και ξανά κοιτούσα. Έψαχνα να βρω ίχνη ψυχής μέσα στην άψυχη ύλη. Προσπάθησα να καταλάβω τι μου λένε, τι είναι αυτό που φωνάζουν στους περαστικούς, όταν η περαστική για εκείνους είμαι εγώ, χαμένη στις σκιές της πόλης.
  Ξέρεις τι, ίσως να με αποσυντόνιζαν τα ουρλιαχτά των γλάρων και ο ήχος των κυμάτων που σκάνε πάνω στους βράχους.  Ίσως τρόμαξα και δεν ήθελα να μάθω την αλήθεια. Δεν ήθελα να ξέρω εάν αυτό που βλέπω είναι ο βυθός μου ή απλά μια ακόμη επιφάνεια. Δεν ήξερα εάν έβλεπα το είναι ή το φαίνεσθαι. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι οι αλμυρές σταγόνες βροχής που ακολούθησαν..
  

Παρασκευή 30 Μαρτίου 2012

Θλιμμένος Πρίγκιπας


   Δεν τα κατάφερε. Δεν είχε καν την ευκαιρία να προσπαθήσει, δεν του την έδωσες. Γιατί του το έκανες αυτό; Γιατί τον κοίταξες έτσι; Πώς μπορείς να γεμίσεις με τόσο μίσος το αθώο σου βλέμμα; Δεν θέλω να σε ξέρω. Τώρα κοίτα τον. Γιατί δεν τον κοιτάς; Κοίτα τον.
   Δεν τα κατάφερε, τα παράτησε. Παράτησε τα ανεκπλήρωτα όνειρά του. Σου τα παρέδωσε. Σου παρέδωσε τα πάντα, ακόμη και τον ίδιο του τον εαυτό. Ακόμη και το τελευταίο του δάκρυ, παρ’ το, δικό σου. Τώρα είναι εκεί, χαμηλά και κλαίει. Κλαίει τις νύχτες με πανσέληνο. Γρυλίζει σαν λύκος που τον ξέχασαν τ’ αστέρια. Ένα ακόμη χαμογελαστό παιδί που ξεψυχά ζωντανό. Μια φωνούλα που δεν θα ακολουθήσει τα τραγούδια του ανέμου και των κυμάτων της θάλασσας. Ένας ακόμα άγγελος ξαπλωμένος στο υγρό χώμα, ένας ακόμα. Δεν μπόρεσε καν να ανοίξει τα φτερά του και να ακολουθήσει τον δρόμο που χάραξαν τ’ αστέρια της σιωπής για εκείνον, δεν μπόρεσε. Ξάπλωσε το γέρικο κορμί του στο έδαφος και κοίταξε για τελευταία φορά το φεγγάρι. Σου χαμογέλασε, νίκησες. Αλλά τι κέρδισες;
   Διάβασε τα αστέρια.. διάβασέ τα.. Δεν βρήκε χαρτί, γι αυτό χάραξε τις τελευταίες του λέξεις στον ουρανό με το μελάνι της ψυχής του. Είχε ένα όνειρο ο μικρός θλιμμένος άγγελος. Μόνο ένα. Ζούσε τόσους αιώνες υπηρετώντας εσένα, στα πόδια σου, χαμηλά, ελπίζοντας κάποια μέρα να τον κοιτάξεις στα μάτια και να δεις αυτήν τη λάμψη. Όμως εσύ φρόντισες αυτή η λάμψη να εξαφανίζεται κάθε μέρα όλο και περισσότερο. Τι κέρδισες;
   Ένα ξεχασμένο πρωινό, σε κοίταξε στα μάτια λίγο πριν ξυπνήσεις και σου ψιθύρισε..  «Άκου τον λύκο. Άκου τον λύκο που, ξεχασμένος απ’ τ’ αστέρια, γρυλίζει στο πιο ηλιόλουστο φεγγάρι της αυγής. Άκου τα τραγούδια του ανέμου και της θάλασσας που συνοδεύονται από τις φωνούλες των παιδιών που ελπίζουν να τα κοιτάξεις, να τα δεις. Άκου κι εμένα που κλαίω, που πονάω. Άκου την καρδιά μου που σπάει και νιώσε την ψυχή μου να ελευθερώνεται καθώς ξεψυχάω. Και όταν καταλάβεις, κοίτα τον ραγισμένο σου ουρανό και διάβασε τι σου λεν’ τα αστέρια. Μην διαβάσεις με τα μάτια, για μια φορά, μην το κάνεις.»
   Αυτά είπε και πλάγιασε στο στοιχειωμένο από αναμνήσεις και γεμάτο κρύα δάκρυα κρεβάτι του, το μόνο που του είχε απομείνει. Ξάπλωσε, έκλεισε τα μάτια του και αφέθηκε στο παραμιλητό του λύκου που θα τον νανούριζε.  Και τότε τα αστέρια έλαμψαν.. έλαμψαν.. Και ήταν η πιο θλιμμένη λάμψη που είδα ποτέ μου..
«Θέλω να γίνω πρίγκιπας». 

Πέμπτη 29 Μαρτίου 2012

Βροχοποιός


             ‘’Χαμογελάς. Πάντα χαμογελάς. Το χαμόγελό σου έχει γεύση βατόμουρο και μυρίζει σαν νυχτολούλουδο ξεχασμένο στην άγρια νύχτα που τη γλυκαίνει. Χαμογελάς μέχρι να μαδήσουν τα φύλλα της παπαρούνας που κρατάς και μετά πάλι το βλέμμα σου χειμωνιάζει. Και κλαις. Μέσα σου κάτι σε πνίγει κι εσύ κοιτάς με μίσος το τίποτα που καθρεφτίζει το μέλλον σου και όλους εκείνους τους θεατές που έμαθαν να χειροκροτούν άσκοπα. Ω, ναι, θα γνωρίσεις κι άλλους. Δεν ξέρεις πώς θα αντέξεις. Δεν ξέρεις αν τα καταφέρεις. Γι’ αυτό μετά ξεχνιέσαι και πάλι χαμογελάς μέχρι να μαδήσει και αυτή η παπαρούνα. Και συνεχίζεις, δε σταματάς να μαδάς τις παπαρούνες. «Εκείνες θα με εγκαταλείψουν;», αναρωτιέσαι. Όχι, ποτέ. Όμως κάθε φορά η δύναμή σου θα σε εγκαταλείπει μέχρι να μην μπορείς να τις φτάσεις. Μέχρι να βρεθείς μακριά απ’ το φιλόξενο αυτόν παράδεισο με τις παπαρούνες. Και τότε όλοι θα σε κοιτάξουν με το μοναδικό βλέμμα που έμαθαν να προσφέρουν και θα καταλάβεις.. Θα καταλάβεις..’’

 Όταν η πολύχρωμη βροχή της ψυχής σου γεννάει ασπρόμαυρες σταγόνες που στάζουν στο κορμί σου και σε καίνε.

                                                             ‘’ Στη Μαριλίζα. Η Βροχοποιός σου είσαι εσύ.’’            

Pocahontas: Paint your life with the colours of the wind

  Πράσινο. Το αγαπημένο μου χρώμα είναι το πράσινο. Όχι το πράσινο του τοίχου του δωματίου σου, όχι αυτό. Δεν μιλάω για το χρώμα της ομάδας σου. Όχι το πράσινο της μπλούζας σου.. Όχι αυτό..
  Το λατρεύω το πράσινο. Είναι το πράσινο που δεν μπορείς να εμφανίσεις στις φωτογραφίες σου. Το πράσινο που δεν το βλέπεις μέσα στη φωτοτυπία σου. Το πράσινο που δεν ξεχειλίζει από το μαρκαδόρο σου.. Αυτό το πράσινο.
  Όταν έχω αυτό το πράσινο, νιώθω πως κρατάω στα χέρια μου όλο τον κόσμο, νιώθω πως ξαναβρίσκω τα όνειρά μου, τα ιδανικά μου. Είμαι δυνατή, όταν έχω αυτό το πράσινο. Και ενώ δεν ήξερα σε ποιο συρτάρι του χρόνου είχα ξεχάσει τον εαυτό μου, με αυτό το πράσινο τον έχω ξανά μαζί μου.
  Ξέρεις, μοιάζει πολύ με το πράσινο των ματιών σου.. Τόσο ειλικρινές, τόσο σίγουρο. Σε κάνει να ονειρεύεσαι, να χάνεσαι, να ελπίζεις.. Να ερωτεύεσαι.. Σε κάνει να αγαπάς, ναι, με αυτό το πράσινο αγαπάς.
  Με αυτό το πράσινο αγάπησα κι εγώ. Με αυτό έμαθα να αγαπάω, να ελπίζω, να ονειρεύομαι, να γελάω, να ζω. Να πετάω. Έμαθα να πετάω με τα απαλά φτερά της πεταλούδας και του γέρικου αετού. Έμαθα να ξεχωρίζω το φως του ήλιου με το φως του φεγγαριού. Μου δίδαξε πολλά. Ξέρεις, έμαθα να κοιτάζω με το βλέμμα σου. Το βλέμμα σου, που, μοιάζει τόσο αθώο.. Μοιάζει τόσο πράσινο, κι όμως, κρύβει τόσο μαύρο μέσα του, ανακατεμένο με κόκκινο και γκρι. Εσύ με έμαθες να κοιτάζω έτσι. Γιατί πριν γνωρίσω το πράσινο, είχα γνωρίσει εσένα, τώρα καταλαβαίνω τη διαφορά. Είσαι πολύχρωμος. Ασπρόμαυρος πολύχρωμος.
  Όμως εσύ, ναι εσύ. Εσύ που κρύβεις τόσο πράσινο στο βλέμμα σου, ήξερες; Ήξερες ότι τα δέντρα έχουν φωνή; Ήξερες ότι τα σύννεφα σε χλευάζουν; Ήξερες ότι τα πουλιά σε κοιτάζουν από ψηλά, και γελάνε; Ξέρεις γιατί; Γιατί τα κοίταξες και τα ζήλεψες. Τα ζήλεψες που μπορούσαν να αγγίξουν τα σύννεφα. Και γέλασαν όταν είδαν τα φτερά σου, άθικτα. Σαν να είσαι δελφίνι και να ζηλεύεις τις φώκιες. Σαν να είσαι βερίκοκο και να ζηλεύεις τα ροδάκινα. Είναι και τα δύο φρούτα, ξέρεις, και έχουν υπέροχη γεύση, όταν ωριμάσουν, αν προλάβουν.
  Έτσι και το πράσινο. Είναι τόσο ίδιο με το γαλάζιο.. Γεννιούνται και τα δύο από τα ίδια χρώματα και αγγίγματα. Έχουν και το μαύρο μέσα, όχι το μαύρο που γνώρισα εγώ. Το άλλο μαύρο, το ανοιχτόχρωμο. Όλα τα χρώματα είναι χαρούμενα όταν γεννιούνται από το πράσινο ή το γαλάζιο. Ναι, υπάρχει και το μαύρο που γεννιέται από το πράσινο και το γαλάζιο, αυτό θα σου γνωρίσω.
  Έλεγα, λοιπόν, πως το πράσινο και το γαλάζιο είναι ακριβώς το ίδιο χρώμα. Και όταν τα ενώσεις, φτιάχνεις το κίτρινο. Όχι το κίτρινο της παλέτας σου, όχι αυτό πάλι. Το κίτρινο που το κοιτάς και σε τυφλώνει. Το κίτρινο που σε κάνει να δακρύζεις, δεν το αντέχεις. Δεν αντέχεις τόση αθωότητα, τόση γλύκα, τόση καλοσύνη, δεν έχεις συνηθίσει. Θα τα καταφέρεις.
  Και για σένα που με έμαθες κάποτε να κοιτάζω με το νεκρό βλέμμα σου, θέλω να σε ρωτήσω κάτι. Δοκίμασες ποτέ να ζωγραφίσεις χωρίς μαρκαδόρους; Δοκίμασες ποτέ να βάψεις χωρίς πινέλα; Δοκίμασες ποτέ να αγαπήσεις χωρίς να σε ενδιαφέρει αν στο ανταποδώσουν;  Χρωμάτισες ποτέ τη ζωή σου με τα ποικίλα χρώματα του ανέμου; Δεν σε λυπάμαι, μη φοβάσαι. Απλώς αναρωτιέμαι. Λες πως την είδες. Λες πως την γνώρισες. Λες πως μύρισες τα μακριά ανοιχτόχρωμα μαύρα μαλλιά της. Λες πως άγγιξες το μελαχρινό δέρμα της.. Λες πως της μίλησες και σου χαμογέλασε. Όμως, εάν όντως τη γνώρισες, εάν όντως σου μίλησε, γιατί δεν άλλαξες; Εάν όντως την είδες, πώς και δεν έκλαψες; Πώς και δεν ντράπηκες; 

Τετάρτη 28 Μαρτίου 2012

Παγωμένοι δείκτες


  Αυτή τη φορά το κουδούνι του σχολείου χτύπησε πολύ γρήγορα. Οι φωνές και τα δυνατά γέλια των εφήβων μαθητών σταμάτησαν μαζί με τις λογομαχίες των καθηγητών. Ο μαθηματικός άφησε το ποτήρι του καφέ του μισοάδειο και ο μουσικός έσβησε το τελευταίο του βιαστικό τσιγάρο στον καυτό τσιμεντένιο δρόμο, με τη μύτη του ποδιού του. Όλα μπήκαν πάλι σε μια σειρά. Μπήκα στην τάξη, κάθισα στη θέση μου και έβγαλα τα βιβλία μου. Νεοελληνική γλώσσα.
  Όλα έμοιαζαν τόσο ξένα. Σαν μια συνεχή επανάληψη, πιο ασφυκτική απ’ την ρουτίνα. Άνοιξα το βιβλίο μου και κοιτούσα τις εικόνες. Στάθηκα για μια στιγμή με τα μάτια μου κλειστά και προσπάθησα να ακούσω τη φωνούλα του, όμως μάταιο. Πλέον την είχε χάσει και αυτήν.
  Θυμήθηκα το τότε. Το πριν. Ξυπνούσα πρωί για να πάω στο σχολείο. Έβαζα τα κοτσιδάκια στα μαλλιά και τα χρωματιστά μου παπούτσια κι έφευγα για το μάθημα. Στο δρόμο κοιτούσα πάντα έξω απ’ το παράθυρο του αυτοκινήτου τους ανθρώπους, τα δέντρα, τα ζώα. Έφτανα στο σχολείο και συναντούσα τις φίλες μου, με τα δικά τους κοτσιδάκια και όλα τα παιδιά που έκανα παρέα. Τα θρανία και οι καρέκλες ήταν η παρέα μας μέσα στην τάξη και τα βιβλία μας γεμάτα ζωγραφιές και αυτοκόλλητα, φίλοι. Περνούσα τόσο ωραία. Η μέρα περνούσε πραγματικά γρήγορα και ούτε που καταλάβαινες τη διαφορά του διαλείμματος με του μαθήματος. Ήταν ευχάριστα και τα δύο για εμάς. Η δασκάλα μας, τόσο χαμογελαστή και γλυκιά. Το πόσο μας καταλάβαινε, δεν περιγράφεται! Η μέρα μου συνέχιζε με παιχνίδι στη γειτονιά, μετά το διάβασμα, ζεστό φαγητό και μετά το βραδάκι ύπνος. Πόσο ήθελα να φτάσει η ώρα που θα με πάρει ο ύπνος, για να έρθει γρήγορα η επόμενη μέρα!
  Κάποιες φορές πηγαίναμε εκδρομές με το σχολείο και διασκεδάζαμε πάρα πολύ. Ή μας έβγαζαν έξω και παίζαμε ότι θέλαμε στην αυλή. Ουρλιαχτά απ’ όλο το προαύλιο, γέλια, μάτια γεμάτα φως, χαρά, τετράδια γεμάτα όνειρα.. Έπειτα κρυφτό, κυνηγητό, πατητό, κουτσό.. Όλο και κάποιο παιδί θα έπεφτε κάτω και θα χτυπούσε. Αυτό ήταν σίγουρο! Οι γονείς μας, μας παρακολουθούσαν και έβλεπες τα μάτια τους να ξεχειλίζουν  από αναμνήσεις από τα παλιά. Ονειρικές μέρες.
  Κι όμως θεωρείται ότι βρίσκομαι ακόμα στην παιδική ηλικία, και έχω ακόμα τέσσερα χρόνια μπροστά μου για να μπω στα δεκαοχτώ και να γίνω ενήλικη. Όμως τώρα είναι όλα τόσο διαφορετικά.
  Πρωινό ξύπνημα στις 7, πάω σχολείο. Κάνουμε προσευχή και πηγαίνουμε στις τάξεις. Τώρα το θρανίο μου είναι φθαρμένο και η καρέκλα μου τρίζει. Η τάξη μου, παρ’ όλο που είναι βαμμένη με πράσινο ανοιχτό χρώμα και οι κουρτίνες πάνω γράφουν «Peace, Love, Faith, Inspiration, Independence..», είναι πιο σκουρόχρωμη από ποτέ και οι κουρτίνες γκρίζες και σκισμένες. Ο πίνακας, απέναντί μας, εχθρός μαζί με αυτόν που κρατάει το μαρκαδόρο και γράφει πάνω του. Η έδρα θλιμμένη από τα χτυπήματα που έχει δεχθεί από αυτόν που την μεταχειρίζεται απαίσια για να επιβληθεί μέσα στην τάξη. Και όλα αυτά μοιάζουν τόσο τρομακτικά στα μάτια μου, που φοβάμαι να περάσω την πόρτα και να μπω μέσα. Όμως το διάλειμμα προτιμώ να κάθομαι μέσα γιατί έτσι κι αλλιώς, μέχρι να πάρω την απόφαση να βγω έξω και να συνεχίσω την ρουτίνα, το κουρασμένο κουδούνι του σχολείου, με την πλέον βραχνιασμένη φωνή, έχει χτυπήσει για μέσα. Και πάλι, εγώ, να κοιτάζω στα μάτια τον αφέντη της τάξης και να αντικρίζω ένα θύμα. Το ίδιο με εμένα. Ένα θύμα της κοινωνίας, της τεχνολογίας, της ζωής.
  Έτσι, λοιπόν, πέρασε κι αυτή η μέρα. Όμως κάτι παράξενο συνέβη εκείνη την ώρα της Νεοελληνικής Γλώσσας, την στιγμή που η καθηγήτρια μάς είχε συγχρονίσει στο σημερινό της ραδιοφωνικό σταθμό.
  Εντελώς τυχαία, το βλέμμα μου έπεσε πάνω στο στρογγυλό γκρίζο ρολόι που είναι καρφωμένο πάνω στον τοίχο της τάξης μου, δίπλα από τον πίνακα. Οι δείκτες του είχαν σταματήσει εδώ και πολύ καιρό και όλο το στριφογυρίζαμε και παίζαμε μαζί τους. Είχα καρφωμένο το βλέμμα μου για πάρα πολλή ώρα πάνω του, δεν πρόσεχα καν στο μάθημα. Ένιωθα πως κάτι ήθελε να μας πει, έτσι όπως μας κοιτούσε απογοητευμένο. Μέχρι που παρατήρησα κάτι που με έκανε να καταλάβω τι ήταν αυτό που ούρλιαζε σαν κόλαση μέσα του.
  Οι δείκτες είχαν σταματήσει, ο καθένας σε μια συγκεκριμένη θέση, που ίσως για κάποιους δεν σήμαινε τίποτα. Ο μικρός έντονος δείκτης είχε παγώσει στον αριθμό ένα, ενώ ο μεγάλος λεπτός δείκτης στον αριθμό έξι. Όλα έδειχναν πως η ώρα ήταν μια και μισή, όμως στην πραγματικότητα αυτό ήταν μόνο η επιφάνεια. Αποφάσισα να κοιτάξω πιο βαθιά, να καταλάβω τι προσπαθούσε να μου πει. Τότε, λίγα δευτερόλεπτα πριν χτυπήσει το κουδούνι, το είδα. Υπήρχε κι άλλος ένας δείκτης, αυτός που ποτέ κανείς μας δεν έδωσε σημασία. Ο δείκτης που έδειχνε τα δευτερόλεπτα. Αφήνοντας την τελευταία του πνοή, είχε παγώσει λίγα χιλιοστά πριν τον αριθμό δώδεκα. Όχι, η ώρα δεν ήταν μία και μισή. Ήταν μία και μισή και πενήντα εννιά δευτερόλεπτα.
  Μέσα στα λίγα δευτερόλεπτα που είχαν μείνει πριν χτυπήσει το κουδούνι για να σχολάσουμε και ενώ είχε ήδη αρχίσει μια μικρή αναστάτωση ανάμεσα στους μαθητές να καταπίνει την φωνή της καθηγήτριας-ραδιοφώνου, ένιωσα πως όλες οι απαντήσεις είχαν κρυφτεί στα μάτια μου, σαν λάμψη, σαν θησαυρός. Γιατί δεν πήγε ποτέ μία ώρα και τριάντα ένα λεπτά; Γιατί έσβησαν όλα για ένα δευτερόλεπτο, για λίγα χιλιοστά πριν τον αριθμό δώδεκα; Ποιος δεν έφτασε στο τέλος, ποιος δεν τα κατάφερε;
  Το κεφάλι μου ήταν έτοιμο να εκραγεί και ένιωθα κάτι σαν ασφυξία μέσα μου. Τα χέρια μου έτρεμαν. Τόσες σκέψεις, τόσα διαφορετικά συναισθήματα και σε αυτά κυριαρχούσε ο φόβος και η αγωνία.. Ώσπου ο θησαυρός διαλύθηκε σε χιλιάδες δάκρια που έσταξαν και ξεψύχησαν πάνω στην λευκή τσαλακωμένη κόλλα του τετραδίου μου.. Και οι απαντήσεις έγιναν λέξεις.. Ίσως κάποια μέρα καταφέρω να τις βάλω στην σωστή σειρά. 

Μια μέρα θέλω να ζήσω


  Μια μέρα θέλω να πάω μια βόλτα. Μια βόλτα χωρίς προορισμό, μια απλή βόλτα. Να περπατάω για ώρες, να περάσω από παντού. Να τρέξω. Να περάσω από αποξενωμένα σκοτεινά σοκάκια, μόνα, ξεχασμένα. Να χαθώ σε στενά της νύχτας, μακριά απ’ τα φώτα και τα ψηλά κτήρια της πόλης, χωρίς να φοβάμαι. Να μην κοιτάξω πίσω τρομαγμένη, να μην νιώσω την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή, να μην φοβάμαι. 
  Μια μέρα θέλω να φτάσω στην κορυφή ενός θεόρατου βουνού. Να κοιτάζω από ψηλά τους ανθρώπους σαν μηχανικά μυρμήγκια και τα δέντρα σαν μικρές πράσινες πιτσιλιές στο γκρίζο. Να νιώσω κομμάτι του ουρανού, να απλώσω τα χέρια μου και να αγγίξω τα σύννεφα, να τα διώξω.
  Μια μέρα θέλω να σταματήσω να ελπίζω. Να μην ελπίζω πια, μόνο να ονειρεύομαι και να χάνομαι στον δικό μου παράδεισο με τα ηλιοτρόπια. Να διώξω και τις δικές σου ελπίδες. Να φτιάξουμε μαζί έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι δεν θα ελπίζουν πια, μόνο θα ονειρεύονται και, τα όνειρά τους, δεν θα είναι ξεχασμένα στον παράδεισο με τα ηλιοτρόπια, θα είναι στα χέρια τους, στα μάτια τους. Θα είναι δικά τους.
  Μια μέρα θέλω να ζωγραφίσω στην άμμο. Να ζωγραφίσω χαμόγελα, σκέψεις, όνειρα, να ζωγραφίσω ένα σπουργίτι, ένα λουλούδι, μια πασχαλίτσα, να ζωγραφίσω εσένα. Να κλέψω απ’ τη θάλασσα τα χρώματα και να τα ανακατέψω με εκείνο το χρώμα που παίρνουν τα μάτια σου όταν την χαζεύεις και χάνεσαι στον αφρό. Και μετά λείπεις για αρκετό καιρό..
  Θα μπορούσα να περιμένω μια ζωή να έρθει αυτή η μέρα, όμως όχι. Αποφασίζω αυτή η μέρα να είναι αύριο. Θέλω η μέρα που θα γελάσω ξανά, να είναι αύριο. Η μέρα που θα ξανά ονειρευτώ, θα είναι η αυριανή. Θα είναι η μέρα μας, η δική μας ξεχωριστή μέρα. Θα είναι η μέρα μας, η κάθε μέρα μας. Θα παλέψουμε σήμερα. Σήμερα. Όχι αύριο, αύριο θα γελάμε για χθες.
  Μια μέρα θέλω να ζήσω.