Δευτέρα 11 Ιουνίου 2012

My whole life: Halloween

    Τελικά δεν ξέχασα τίποτα. Προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου και να κρύψω τα σημάδια, όμως τίποτα δεν έφυγε, όλα είναι εδώ ακόμα, τα είδα. Και εκεί που νομίζεις ότι ξέφυγες, τα κουβάλησες όλα μαζί σου και έφυγες μαζί τους, τελικά.
  Δεν μου αρέσει η πόλη. Δεν μου αρέσει το χρώμα της, ούτε η χροιά της. Κατεβαίνω στο κέντρο της πόλης που ζω κάθε φορά που κανονίζω να βγω με κάποιον πολύ πριν την ώρα συνάντησής μας. Απλώς περπατάω, περπατάω, περπατάω. Μόνη μου, έτσι.
  Είμαι διαρκώς αφηρημένη και όταν περπατάω κοιτάζω είτε χαμηλά, τους ανέκφραστους τσιμεντένιους δρόμους, είτε ψηλά, τον άχρωμο σκιασμένο ουρανό-ποτέ ευθεία. Περπατάω και περνάω από παντού, μερικές φορές δεν γνωρίζω καν πού είμαι, πού έχω φτάσει, χάνεται πάλι ο δρόμος γύρω μου. Κοιτάζω δεξιά κι αριστερά, προσπαθώ να διακρίνω πρόσωπα πίσω από τις μάσκες και ταυτότητες πίσω από τις ετικέτες, όμως το μόνο που αντικρίζω σε αυτούς τους τρελούς-γιατί τρελοί είναι-είναι οι ψευτοράτσες και οι ψευτογκριμάτσες τους.
  Σε αυτές τις στιγμές, έρχονται φορές που νιώθω την ανάγκη να στείλω ένα μήνυμα σε κάποιον, να τον ρωτήσω τι κάνει, να με ρωτήσει κι εκείνος, να βεβαιωθώ ότι δεν έριξα τις μάσκες και ότι είμαι ακόμη ζωντανή-γιατί δεν νιώθω και τόσο πάντα. Επιλέγω πάντα κάποιον που ξέρω ότι ίσως δε θα μου απαντήσει εκείνη τη στιγμή.
  Αυτό είναι το πρόβλημα. Εκείνη τη στιγμή νιώθω πολύ ευάλωτη και εύθραυστη που απλώς θέλω κάποιον να μου μιλήσει, να με ρωτήσει τι κάνω, να θέλει να με ακούσει και να του τα ξεράσω όλα αυτά τα σκοτάδια και τους πάγους από μέσα μου. Δεν έχω βρει ακόμη κάποιον τόσο πρόθυμο και έτοιμο να κατανοήσει κάποια σαν εμένα, όλοι τρέφονται με τη μάσκα. Άσε που μισώ τους ανθρώπους που πράττουν από υποχρέωση.
  Συνήθως, τα βήματά μου με βγάζουν στο λιμάνι, κοντά στη θάλασσα. Ναι, στη θάλασσα. Ότι νιώθω για τη βροχή, νιώθω και για τη θάλασσα. Μου αρέσει, χαίρομαι που υπάρχει ακόμα, το έχω ανάγκη το χρώμα και τον ήχο της. Όμως τη φοβάμαι. Είναι το μοναδικό μυστήριο που με φοβίζει τόσο, με τρομοκρατεί, δεν θέλω να το εξερευνήσω αυτό το μυστήριο. Ας μείνει μυστήριο, λοιπόν.
  Τελευταία φορά που περπάτησα μόνη μου ήταν πριν τρεις μέρες, Παρασκευή μεσημέρι προς απόγευμα. Δεν είχα κανονίσει τίποτα, απλώς πήρα τις σκέψεις μου στην τσάντα μου και έφυγα απ' το σπίτι με σκοπό να τις σκορπίσω και να γεμίσω όλη μου τη διαδρομή με εκείνες για να μη χαθώ, να ξέρω να γυρίσω σε εμένα.
  Κάποιες τις ξέχασα, δεν πρόλαβα να τις μαζέψω όλες κι έτσι έμειναν εκεί, στο δρόμο. Ξέρω πως θα ξαναπεράσω από εκείνα τα σημεία και θα τις τραβήξω σαν μαγνήτης πάνω μου, θα τις ξαναβρώ, μα δε φεύγουν ποτέ σου λέω.
  Στο πάρκο, όλα τα παγκάκια άρχισαν να αδειάζουν σιγά σιγά. Οι ρόδες του ποδηλάτου άρχισαν πάλι να κυλάνε, το μωρό άρχισε να κλαίει ζητώντας παγωτό, οι γιαγιάδες σταμάτησαν τη συζήτηση. Όλα ήταν άδεια. Τραγικό, όμως για πολλούς και το δικό μου παγκάκι, εκείνο στο οποίο καθόμουν, ήταν επίσης άδειο. Ναι, μα και γω άδειο το ένιωθα.

  Άλλη μια μέρα στη διαφάνεια.


But, sooner or later, it's over
I just don't wanna miss you tonight..
And I don't want the world to see me,
'cause I don't think that they'd understand, 
when everything's made to be broken,
I just want you to know who I am.

Yeah, I know that you feel me somehow.

2 σχόλια:

  1. Μα κανένας δεν μπορεί να κατανοήσει κανένα , αυτό είναι το θέμα. Όλοι νομίζουν ότι μόλις δείξουν τον πραγματικό εαυτό τους κάποιος θα φύγει από δίπλα τους, έτσι είναι η φύση του ανθρώπου.
    από πού είναι οι στίχοι;
    <3

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ναι και έτσι μένουμε όλοι με μια ανάγκη, να βρούμε κάποιον που θα μας καταλάβει.. αλλά κανείς δεν δείχνει τον πραγματικό του εαυτό και δεν ξέρεις και ποιον να εμπιστευτείς.. Θα στο στείλω babe :*

    ΑπάντησηΔιαγραφή