Ξέρεις κάτι, ποτέ μου δε θα σε μάθω. Με μπερδεύεις
συνεχώς. Ποια είσαι;
Θυμάμαι τότε που σε ρώτησαν τι χρώμα έχουν τα μάτια σου, θυμάσαι; Έστρεψες αλλού το βλέμμα σου και αναστέναξες. "Καφέ." τους απάντησες. "Καφέ είναι." Μα κανείς δεν κοίταξε να τα δει. Έπειτα, ένα άλλο ξεχασμένο βραδάκι του καλοκαιριού, εκεί που τα φώτα των δρόμων γίνονταν τα μάτια της πόλης και ο υγρός αέρας άγγιζε ευγενικά τα φύλλα των δέντρων αφήνοντας πάνω τους μικρές σταγόνες υγρασίας, σε ρώτησε κι εκείνος. "Μα, ακόμη δεν κατάλαβα. Τα μάτια σου, τι χρώμα είναι;" Θυμάσαι τι του είπες; Θυμάσαι;
Όταν σου μιλούσαν ήσουν πάντα αφηρημένη, μερικές φορές δεν άκουγες καν τι σου έλεγαν. Περπατούσες και ήσουν αποπροσανατολισμένη, μα ποτέ χαμένη. Ποτέ δεν μου είπες πως ονειρευόσουν με τα βλέφαρα ξύπνια και τα χέρια χωμένα στις τσέπες. "Γιατί έτσι χαμένη πάλι;" και το βλέμμα σου συνάντησε το δικό μου. "Δεν είμαι χαμένη. Ο δρόμος χάθηκε γύρω μου" πάντα προτάσεις δίχως νόημα. Ποτέ δεν κατάφερα να σε καταλάβω.
Οι μέρες περνούσαν τόσο αργά και βασανιστικά. Σε κοιτούσαν όλοι όταν γελούσες, γελούσες πολύ όμορφα, πολύ φωτεινά. Είχες όλη την προσοχή στραμμένη πάνω σου, μέχρι τη στιγμή πουο
λαμπερός μαγνήτης το
χαμόγελό σου σκόνταφτε στις σκιασμένες σου σκέψεις και ξεψυχούσε. Τότε, όλα τα
βλέμματα έτρεχαν να ξεφύγουν, να φύγουν μακριά σου. Κανένα απ' αυτά δεν έμενε
πάνω σου και μετά τη λάμψη. Μα κι εσύ πάντα προτιμούσες να τα διώχνεις..
Υπήρχαν στιγμές που ήσουν όμορφη, χαριτωμένη, γλυκιά, χαμογελαστή και στιγμές που πενθούσες για τα πάντα γύρω σου, για όλα όσα χάθηκαν κι ας ήταν όλα εκεί. Στιγμές που αγαπούσες τα πάντα, τους ανθρώπους, τις πέτρες, τα χρώματα, τον άνεμο, τα βιβλία. Και στιγμές που μισούσες. Τα ψέματα, τα βλέμματα, τα ψηλά τείχη, τους καθρέφτες, τη βροχή.
Η βροχή. Συνεχώς μιλούσες για εκείνη, πάντα την ανέφερες. Μα πάντα την κακολογούσες, την σιχαινόσουν, δεν την άντεχες, δεν την αγαπούσες. Μου έδινες την εντύπωση ότι την κατηγορούσες για κάτι. Έτσι έδειχναν οι λέξεις σου, τουλάχιστον. Όμως, κάθε λέξη κρύβει ένα σωρό νοήματα πίσω της, ένα σωρό αμφιλεγόμενα συναισθήματα.
Αυτό που με μπέρδευε περισσότερο σε εσένα, είναι ο τρόπος που έβλεπες τα πράγματα. Τα έβλεπες όλα από ένα σωρό πλευρές και όλες τόσο διαφορετικές μεταξύ τους. Σαν να μπερδευόσουν και η ίδια με τις σκέψεις και τα λόγια σου. Έμπλεκες συνεχώς τα νήματα μεταξύ τους, εκεί που όλα ήταν ξεκάθαρα. Τελικά ίσως ήσουν και λίγο χαμένη..
- Μα, σου εξήγησα. Δεν είμαι χαμένη. Ο δρόμος χάθηκε γύρω μου.
Τώρα που το σκέφτομαι, ίσως έπρεπε κάποιος να κοιτάξει πιο βαθειά μέσα στο βλέμμα και τις νότες της φωνής σου. Γιατί, εφόσον επέμενες πως η βροχή σε θλίβει, γιατί πάντα χαμογελούσες στην παρουσία της;
*Cause, you know, sometimes words have two meanings.
Θυμάμαι τότε που σε ρώτησαν τι χρώμα έχουν τα μάτια σου, θυμάσαι; Έστρεψες αλλού το βλέμμα σου και αναστέναξες. "Καφέ." τους απάντησες. "Καφέ είναι." Μα κανείς δεν κοίταξε να τα δει. Έπειτα, ένα άλλο ξεχασμένο βραδάκι του καλοκαιριού, εκεί που τα φώτα των δρόμων γίνονταν τα μάτια της πόλης και ο υγρός αέρας άγγιζε ευγενικά τα φύλλα των δέντρων αφήνοντας πάνω τους μικρές σταγόνες υγρασίας, σε ρώτησε κι εκείνος. "Μα, ακόμη δεν κατάλαβα. Τα μάτια σου, τι χρώμα είναι;" Θυμάσαι τι του είπες; Θυμάσαι;
Όταν σου μιλούσαν ήσουν πάντα αφηρημένη, μερικές φορές δεν άκουγες καν τι σου έλεγαν. Περπατούσες και ήσουν αποπροσανατολισμένη, μα ποτέ χαμένη. Ποτέ δεν μου είπες πως ονειρευόσουν με τα βλέφαρα ξύπνια και τα χέρια χωμένα στις τσέπες. "Γιατί έτσι χαμένη πάλι;" και το βλέμμα σου συνάντησε το δικό μου. "Δεν είμαι χαμένη. Ο δρόμος χάθηκε γύρω μου" πάντα προτάσεις δίχως νόημα. Ποτέ δεν κατάφερα να σε καταλάβω.
Οι μέρες περνούσαν τόσο αργά και βασανιστικά. Σε κοιτούσαν όλοι όταν γελούσες, γελούσες πολύ όμορφα, πολύ φωτεινά. Είχες όλη την προσοχή στραμμένη πάνω σου, μέχρι τη στιγμή που
Υπήρχαν στιγμές που ήσουν όμορφη, χαριτωμένη, γλυκιά, χαμογελαστή και στιγμές που πενθούσες για τα πάντα γύρω σου, για όλα όσα χάθηκαν κι ας ήταν όλα εκεί. Στιγμές που αγαπούσες τα πάντα, τους ανθρώπους, τις πέτρες, τα χρώματα, τον άνεμο, τα βιβλία. Και στιγμές που μισούσες. Τα ψέματα, τα βλέμματα, τα ψηλά τείχη, τους καθρέφτες, τη βροχή.
Η βροχή. Συνεχώς μιλούσες για εκείνη, πάντα την ανέφερες. Μα πάντα την κακολογούσες, την σιχαινόσουν, δεν την άντεχες, δεν την αγαπούσες. Μου έδινες την εντύπωση ότι την κατηγορούσες για κάτι. Έτσι έδειχναν οι λέξεις σου, τουλάχιστον. Όμως, κάθε λέξη κρύβει ένα σωρό νοήματα πίσω της, ένα σωρό αμφιλεγόμενα συναισθήματα.
Αυτό που με μπέρδευε περισσότερο σε εσένα, είναι ο τρόπος που έβλεπες τα πράγματα. Τα έβλεπες όλα από ένα σωρό πλευρές και όλες τόσο διαφορετικές μεταξύ τους. Σαν να μπερδευόσουν και η ίδια με τις σκέψεις και τα λόγια σου. Έμπλεκες συνεχώς τα νήματα μεταξύ τους, εκεί που όλα ήταν ξεκάθαρα. Τελικά ίσως ήσουν και λίγο χαμένη..
- Μα, σου εξήγησα. Δεν είμαι χαμένη. Ο δρόμος χάθηκε γύρω μου.
Τώρα που το σκέφτομαι, ίσως έπρεπε κάποιος να κοιτάξει πιο βαθειά μέσα στο βλέμμα και τις νότες της φωνής σου. Γιατί, εφόσον επέμενες πως η βροχή σε θλίβει, γιατί πάντα χαμογελούσες στην παρουσία της;
*Cause, you know, sometimes words have two meanings.
ΓΚΙ<3
ΑπάντησηΔιαγραφήΜα τελικά για σένα μιλάς ή όχι?
Who knows.. :)
ΑπάντησηΔιαγραφή