Λοιπόν, ναι ρε, έτσι γούσταρα να παρατήσω για λίγο το διάβασμα και να βγω λίγο έξω απ' το σπίτι να με δει ο ήλιος, να τον δω κι εγώ. Ντύθηκα, έπιασα τα μαλλιά μου ψηλά, έβαλα τα αθλητικά μου παπούτσια και την έκανα για να ξεσκάσω λίγο. Ούτε κινητό πήρα, ούτε λεφτά, ούτε το σκύλο μου. Ήθελα να είμαι τελείως μόνη και να ξεφύγω απ' όλα, να νιώσω ελάχιστα ψευτοελέυθερη, τάχα.
Μιλούσα με την αγαπημένη Δώρα νωρίτερα και μας την είχε δώσει το όλο θέμα με τη ζωή και όλα αυτά τα "γιατί" και τα "πώς" που τη συνοδεύουν. Της είπα πως θέλω να προσπαθήσω να είμαι όσο πιο ελεύθερη γίνεται μέσα μου και να κάνω γενικά ότι γουστάρω και είναι καλό για 'μένα και τους υπόλοιπους. Της ζήτησα να το προσπαθήσει κι εκείνη, να το προσπαθήσουμε μαζί. Επίσης, μου είπε "Η ζωή είναι μια σοκολάτα που στην προσφέρουν και εσύ αντί να την απολαύσεις κάθεσαι και αναρωτιέσαι ποιος την έφτιαξε και πώς και γιατί. ΦΑ' ΤΗΝ!" Μου άρεσε τόσο που το έγραψα σε ένα χαρτάκι και το κόλλησα στην εξώπορτα για να το δει η μητέρα μου. Είχα γράψει και ένα "Μην ανησυχείς, πάω να φιλοσοφήσω. Θα γυρίσω νωρίς, διάβασα."
Όπως έβγαινα απ' το σπίτι, λοιπόν, είχα σκεφτεί να πάρω το ποδήλατό μου που είχε σκουριάσει τόσο καιρό μέσα. Όμως, για καλή ή κακή μου τύχη, τα λάστιχα ήταν ξεφουσκωμένα και ήταν αρκετά σκονισμένο. Γέλασα, μου φάνηκε αστείο. Έτσι, ανέβηκα στα μαγικά μου σανδάλια και είπα να πεταχτώ μέχρι το πάρκο της παραπάνω γειτονιάς.
Στο δρόμο, με ακολούθησε η λατρεμένη μου Αγάπη, το πιο όμορφο και ευγενικό αδέσποτο σκυλάκι που έχω γνωρίσει ποτέ μου. Ναι, την έχω γνωρίσει καλά και με ξέρει κι αυτή. Μοιάζει πολύ φοβισμένη, είναι διστακτική και επιφυλακτική συνεχώς. Δεν με πλησιάζει αν δεν την φωνάξω και σκύβει συνεχώς το κεφαλάκι της όταν πάω να τη χαϊδέψω. Δεν με φοβάται, ξέρει ότι δεν θα της έκανα ποτέ τίποτα. Απλώς, έτσι, κάποιος θα της έμαθε να είναι φοβισμένη. Είναι όμως πολύ ευγενική και καλομαθημένη. Όταν της δίνω κάτι να φάει, το πιάνει με τα δόντια της απαλά, με κοιτάζει σαν να μου λέει "ευχαριστώ" και έπειτα φεύγει, πηγαίνει πιο πέρα ώστε να μην την βλέπω, κάθεται και το τρώει. Μόλις τελειώσει πάλι, ξαναέρχεται και παίζουμε με ένα πορτοκάλι-το προτιμάει απ' τα μπαλάκια και τα πλαστικά παιχνίδια, προτιμάει να παίζει με κάτι γευστικό. Της ζήτησα να με ακολουθήσει και να με συνοδεύσει στη βόλτα μου, αλλά έχει βρει την παρέα της κι εκείνη, την Άλμα, τον Ιγνάτιο, τον Καίσαρα και τη Λούση και περνάνε μαζί τα απογεύματα.
Έτσι, ξεκίνησα μόνη μου εκείνη τη βόλτα-μου άρεσε η ιδέα. Θα μπορούσα να φιλοσοφήσω με την ησυχία μου και να σκέφτομαι δυνατά περνώντας μέσα απ' τα χωράφια της γειτονιάς και ταράζοντας όλα τα ζωύφια που ζούσαν και άραζαν σε εκείνα. Αρχικά σκεφτόμουν τους φίλους μου και όλες τις τρέλες που έχουμε κάνει μαζί. Σκεφτόμουν πως είναι όλοι τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους, κανείς δε μοιάζει με κανένα. Κι όμως είναι όλοι τόσο ξεχωριστοί γενικά και τόσο σημαντικοί για 'μένα. Ο καθένας φαίνεται να τραβάει το δρόμο του ξεχωριστά απ' τον άλλο, κι όμως περπατάμε όλοι μαζί χέρι χέρι. Τους σκέφτομαι συχνά και, όταν τους σκέφτομαι, σκέφτομαι χρώματα, πολλά χρώματα, φωτεινά και έντονα. Με έκαναν κι εμένα χρωματιστή, πολύχρωμη.
Έπειτα, άρχισα να φαντάζομαι πώς θα είναι το φετινό μου καλοκαίρι. Θέλω να είναι γεμάτο τρέλες και πολύ γέλιο. Θέλω να μου μείνει αξέχαστο. Θέλω να κάνω ιππασία, να πάω μερικές μέρες στο χωριό μόνη μου με τη γιαγιά και να βοηθάω τον κύριο Μιχάλη στους στάβλους με τα άλογα και τα υπόλοιπα ζώα. Θέλω να ιππεύσω τον Σκοτεινό που δεν με έχει συμπαθήσει ιδιαίτερα, αλλά θα με λατρέψει. Να μάθουμε ο ένας στον άλλο πως αυτός ο δεσμός που ξυπνάει ανάμεσα σε έναν άνθρωπο και ένα ζώο-ειδικά ένα άλογο-είναι κάτι σαν την απόλυτη ένωση, την απόλυτη ελευθερία για εκείνα τα δευτερόλεπτα που η σέλα, τα χαλινάρια και τα πέταλα μοιάζουν να έχουν χαθεί. Ελπίζω να με αφήσει να τον αγγίξω αυτή τη φορά και να μην γυρίσω πάλι σπίτι με πληγές στα πόδια μου!
Σκεφτόμουν πως δεν με νοιάζει αν αυτό το καλοκαίρι θα γνωρίσω κι άλλους ανθρώπους, όχι τόσο όσο με νοιάζει να έρθω πιο κοντά και να γνωρίσω καλύτερα τους δικούς μου. Γενικά, θέλω αυτό το καλοκαίρι να με φέρει ένα βήμα πιο κοντά στα όνειρά μου, μπορεί και δύο. Έτσι θα γίνει.
Μετά από πολύ σκέψη και περισυλλογή, έφτασα στο πάρκο. Ήταν γεμάτο μικρά παιδιά. Έκατσα στο τειχάκι και τα παρακολουθούσα να παίζουν, να γελάνε και να τρέχουν πάνω κάτω. Είναι μικρά. Δεν ξέρουν τι σημαίνει ελευθερία, μα δεν ξέρουν τι σημαίνει και φυλακή. Κι όμως, νιώθουν ελεύθερα, χωρίς να το ελέγχουν. Αυτό είναι το θέμα, εκείνα νιώθουν ελεύθερα μέσα τους χωρίς να έχουν ανάγκη από κάποιον να τους πει ότι είναι ελεύθερα. Είναι ελεύθερα γιατί νιώθουν ελεύθερα. Είναι και χαρούμενα, ίσως ευτυχισμένα. Μα, όσο μεγαλώνεις γίνεται όλο και πιο δύσκολο το να είσαι ελεύθερος, πόσο μάλλον το να νιώθεις. Γιατί;
Έπειτα σκεφτόμουν εκείνο το χαμηλό τειχάκι στο οποίο καθόμουν και χώριζε το πάρκο απ' το δρόμο. Δηλαδή τι; Μόνο μέσα απ' το τειχάκι θα μπορούσαν να παίξουν; Μόνο μακριά απ' το δρόμο και τα υπόλοιπα χωράφια εκεί κοντά θα μπορούσαν να τρέξουν και να γελάσουν; Μόνο στα πάρκα θα μπορούσαν να είναι ευτυχισμένα και ελεύθερα; Μα, αυτό είναι μια φυλακή από μόνο του. Έτσι πάει; Στα πάρκα τα παιδιά είναι ελεύθερα και στους δρόμους όχι; Γιατί να υπάρχουν πάρκα και δρόμοι; Γιατί να μην είναι όλος ο κόσμος ένα μεγάλο πάρκο;
Πάντως εκείνος ο δρόμος εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή ήταν όντως μια φυλακή. Μια φυλακή με αυτοκίνητα που κουβαλούσαν βαριές ψυχές μέσα τους, χαμένες. Μια φυλακή που σε οδηγούσε κάπου, μια φυλακή στην οποία βρίσκεσαι με μια υποχρέωση, με μια εκκρεμότητα. Να πας το παιδί στο σχολείο, να πας στο σουπερμάρκετ, να προλάβεις το αεροπλάνο σου. Μια φυλακή με κάγκελα που ο στόχος σου δεν ήταν ποτέ να τα σπάσεις.
Φεύγοντας απ' το πάρκο, πέρασα μπροστά απ' το σχολείο μου. Θα το κοιτούσα, θα το παρατηρούσα. Και το χρώμα του και την πνοή του και όλα. Όμως, κάτι άλλο μου τράβηξε την προσοχή. Ένα μικρό πλαστικό άδειο μπουκάλι, δίπλα από τον κάδο των σκουπιδιών. Όχι ότι είχε καμία σημασία αυτό που έκανα, όχι ότι θα γίνω ήρωας και όλοι θα είναι περήφανοι για μένα. Όχι ότι έσωσα τον κόσμο με αυτή την κίνηση, αλλά το έπιασα και το πέταξα μέσα στον κάδο. Με ανακούφισε. Έμοιαζε πιο όμορφη η γειτονιά εκείνη τη στιγμή.
Η επόμενη στάση ήταν εκείνη που με προβλημάτισε περισσότερο σε αυτή τη βόλτα, ίσως να με πόνεσε και λίγο. Στην πίσω μεριά του κομμωτηρίου της παρακάτω γειτονιάς, υπάρχει μια μικρή αυλή, σε πιο ψηλό επίπεδο από το δρόμο. Εκεί, ζει ένα σκυλάκι, ένα αρσενικό μπόξερ, εδώ και κάνα χρόνο. "Ζει". Ζει πεθαίνοντας, έπρεπε να πω. Από τότε που το έφεραν εκεί, κάθε φορά που περνάω το χαϊδεύω και του μιλάω ή του δίνω κάτι να φάει. Μα δε χρειάζεται φαϊ, αγάπη χρειάζεται και φροντίδα. Ένα χρόνο ζει εκεί. Ένα χρόνο δεμένος, ένα χρόνο φυλακισμένος, ένα χρόνο μόνο φαγητό και ύπνος. Ούτε μπάνιο δεν του κάνουν, ούτε μια βόλτα με το λουρί, έστω. Γιατί ζει αυτό το σκυλί; Γιατί να ζει; Ίσως ψάχνει ένα λόγο κι εκείνο..
Κάθε φορά που περνούσα το σκεφτόμουν. Κάθε φορά. Σήμερα είναι μια ξεχωριστή μέρα, δεν ξέρω γιατί. Οπότε το έκανα. Ακούμπησα το χέρι μου στο κολάρο του και του έβγαλα την αλυσίδα, του έδωσα την ευκαιρία να ζήσει ελεύθερος, αδέσποτος, να τρέξει, να μυρίσει κι άλλες ουρές, να κυλιστεί και σε άλλες αυλές, να δει επιτέλους τον ουρανό που-είμαι σίγουρη- λίγες φορές θα είχε δει. Κι ας μην άντεχε. Κι ας μην είχε τη δύναμη να επιβιώσει εκεί έξω. Κι ας σκοτωνόταν την επόμενη μέρα. Θα είχε ζήσει έστω και μια μέρα ελεύθερος.
Τότε, κατάλαβα πως εκείνη η βόλτα είχε πολλά να μου διδάξει. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα πως αυτή η βόλτα, ήταν η βόλτα που είχα εγώ η ίδια υποσχεθεί στον εαυτό μου πως θα πήγαινα. Αυτή η απλή βόλτα χωρίς προορισμό, αυτή η βόλτα χωρίς έννοιες, χωρίς υποχρεώσεις και εκκρεμότητες. Ο σκύλος δεν έφυγε ποτέ. Ακόμη και τώρα που κάθομαι μπροστά απ' τον υπολογιστή μου και η βόλτα μου έχει τελειώσει, ο σκύλος ακόμη δεν φοράει την αλυσίδα του. Κι όμως, δεν έκανε βήμα. Δεν περπάτησε, δεν έτρεξε, δεν κούνησε καν την ουρά του. Είμαι σίγουρη πως ακόμη και τώρα που είναι λυμένος, δε θα 'χει φύγει.
Αυτό είναι, λοιπόν. Αυτό έμαθα σήμερα. Δεν είναι οι αλυσίδες και τα κάγκελα εκείνα που μας κρατούν φυλακισμένους. Δεν είναι τα τειχάκια στα πάρκα και οι τσιμεντένιοι δρόμοι εκείνα που μας στερούν την ελευθερία μας. Αλλά ο φόβος, συνήθεια, η ρουτίνα, η υποταγή, εμείς οι ίδιοι.
Όταν γύρισα σπίτι ήμουν κουρασμένη. Ίσως όχι απ' το περπάτημα. Η μητέρα μου δεν είχε επιστρέψει και δεν είχε διαβάσει το σημείωμά μου. Όμως κάποιος άλλος το είχε δει. Και μου είχε γράψει με κόκκινα γράμματα "Μην την φας ακόμα! Μύρισέ την. Μπορεί να είναι σκουληκιασμένη ή να έχει λήξει η ημερομηνία παραγωγής της. Ν*"
*Η Δώρα είναι πανέμορφη. (Στο είχα υποσχεθεί. Αλλά και να μην το έγραφα το εννοώ. Και όταν κάποιος σε κοιτάει στα μάτια είσαι ακόμη πιο όμορφη!)